3,273,762
edits
m (Text replacement - "( " to "(") |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schimatizo | |Transliteration C=schimatizo | ||
|Beta Code=sxhmati/zw | |Beta Code=sxhmati/zw | ||
|Definition=pf. Pass. [[ἐσχημάτισμαι]], v.infr. 11.1; but in sense of Med., v. infr.1.2. < | |Definition=pf. Pass. [[ἐσχημάτισμαι]], v.infr. 11.1; but in sense of Med., v. infr.1.2.<br><span class="bld">I</span>intr., [[assume a certain form]], [[figure]], [[posture]], or [[position]], ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα.. ἐν ταῖς μάχαις [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 526d, cf. Polyaen.5.16.1, Ascl.''Tact.''12.1; <b class="b3">τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα σ.</b> Pl.''Hp.Mi.''374b: abs., [[gesticulate]], [[dance figures]], Ar.''Pax''324, ''Fr.''678:—Med., Poll.4.95 (also <b class="b3">σ. ἑαυτόν</b> [[put]] oneself [[in posture]], Luc.''Salt.''17), v. infr. 11.3; <b class="b3">προστάσεως, ἢν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται</b> the pompous appearance, which [[they assume]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 577a.<br><span class="bld">2</span> Med., [[demean oneself]] in a certain way, [[make a show of]] being or doing, ἀγνοεῖ ταῦτα ἃ πρὸς τοὺς ἄλλους ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Id.''Sph.''268a; <b class="b3">σεμνύνεται ἐσχηματις μένη ὡς..</b>gives itself airs [[under the pretence]] that... Id.''Grg.''511d: c. inf., σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Id.''Prt.''342b; [[σχηματιζόμενος]], opp. <b class="b3">ἀληθῶς τι πεπονθώς</b>, Id.''[[Phaedrus|Phdr.]]'' 255a.<br><span class="bld">3</span> Astrol., of a heavenly body, to [[be in configuration]], Man.4.500:—Pass., Heph.Astr.1.9 (printed [[ἐσχατ]].), Tz.''H.'' 1.471.<br><span class="bld">II</span> trans., [[give]] a certain [[form to]] a thing, [[shape]], [[fashion]], <b class="b3">σ. τὸ ἁρμόσσον σχῆμα</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὸ ὀθόνιον</b>) [[give]] such [[a form to]] the cloth as will fit... Hp.''Art.''37; <b class="b3">τὰ ἁπλᾶ σώματα σ.</b> Arist.''Cael.'' 306b3, cf. Phld.''Rh.''1.196 S.; τὸν ὄγκον Arist.''GC''327b15; <b class="b3">παρθένον ἀκέφαλον σ.</b> Eratosth.''Cat.''9; ἕκαστον μέρος πρὸς τὸ βέλτιον [[Diodorus Siculus|D.S.]] 5.73; τὸ πρόσωπον εἰς ἡδονήν Ach.Tat.6.11; τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ' ὕβρει Plu.''CG''13:—Med., <b class="b3">σχηματίζεσθαι κόμην</b> [[arrange one's]] hair, E.''Med.''1161:—Pass., τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arist.''Cael.'' 302b26; τῶν ἐσχ. τι [γίνεται] ἐξ ἀσχημοσύνης Id.''Ph.''188b19, etc.; ἐσχημάτισται δ' ἀσπίς A.''Th.''465; <b class="b3">τῶν -ιζομένων θεῶν</b> the gods [[who possess figure]], Dam.''Pr.''261; τὸ πρόσωπον τὸ σχηματισθέν Phld.''Mus.''p.73 K.<br><span class="bld">2</span> [[deck out]], [[dress up]], ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Luc.''Merc.Cond.''14, cf. ''Fug.'' 13, ''JTr.''16, Jul. [[ad Ath]].274c: Rhet., σ. λόγον Philostr.''VS''1.21.5, cf. 2.1.11; opp. <b class="b3">εὐθέως εἰπεῖν</b>, Aristid.''Rh.''1p.462S.:—Pass., ἐσχηματις μένοι περιέρχονται Lys.''Fr.''73; θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματις μένοι Luc. ''JTr.''8; <b class="b3">τὸ ἐσχηματισμένον</b> [[figurative style]], Demetr.''Eloc.''294, cf. D.H. ''Rh.''8,9, Philostr.''VS''2.17; ἐσχηματισμένα ζητήματα Hermog.''Id.''1.4.<br><span class="bld">3</span> [[arrange in]] certain [[figures]], χορούς Chamael. ap. Ath.1.21f; <b class="b3">σ. αὑτόν</b> [[pose]] oneself, for being painted, ib.12.543f:—Pass. and Med., [[put oneself in certain forms]] or [[postures]], [[assume various shapes]], Hp.''Fract.''2; <b class="b3">εἴθισται ἐς χηματίσθαι</b> to [[assume a position]], ib. 15 (om. codd. MV, Gal.); ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι Id.''Art.''10; of sick persons, Id.''Coac.''463; of the foetus, Sor.2.60; of actors, [[gesticulate]], X.''Smp.''1.9; <b class="b3">σχηματιζόμενοι ῥυθμοί</b> [[accompanied with gestures]], Arist.''Po.''1447a27.<br><span class="bld">4</span> [[adapt]], τι πρός τι ''Gp.''10.4.1, cf. 10.75.9.<br><span class="bld">5</span> [[form]] a word, D.T.635.2, A.D. ''Pron.''58.7,al., Sch.Od.17.134.<br><span class="bld">6</span> [[use]] [[σχήματα]] (v. [[σχῆμα]] 7d), σ. φορτικῶς D.H.''Isoc.''3; [[construct]], περίοδοι ὁμοίως -ιζόμεναι Id.''Pomp.'' 5, cf. Hermog.''Inv.''3.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> σχηματίσω, <i>att.</i> σχηματιῶ;<br /><b>1</b> donner une figure, une forme, une position, une | |btext=<i>f.</i> σχηματίσω, <i>att.</i> σχηματιῶ;<br /><b>1</b> [[donner une figure]], [[une forme]], [[une position]], [[une attitude]] : σχ. τὸν βραχίονα γυμνὸν [[οἷον]] ἐφ' ὕβρει PLUT mettre le bras à nu et le préparer comme à un acte violent ; σχ. ἑαυτόν LUC se composer son maintien;<br /><b>2</b> [[orner de figures]], [[de ciselures]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[σχηματίζομαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[former]], [[façonner]], [[orner pour soi]] : κόμην EUR sa chevelure;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire croire qch qui n'est pas;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[se démener]], [[faire des gestes]], [[gesticuler]];<br /><b>2</b> [[prendre un extérieur]], [[se donner une contenance]] ; feindre;<br /><b>3</b> [[exécuter des figures de danse]], [[danser]].<br />'''Étymologie:''' [[σχῆμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σχηματίζω [σχῆμα] met acc. vormen, een bepaalde vorm of houding geven: met acc. en acc. v. h. inw. obj..; (ἄχνην) σ. τὸ ἁρμόσσον σχῆμα (het verbandmateriaal) de passende vorm geven Hp. Art. 37; met acc. en pred. adj..; τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ’ ὕβρει σ. zijn arm ontbloten als offensief gebaar Plut. TG et CG 34(13).4; σχηματίζοντες ἑαυτούς terwijl zij danshoudingen aannemen Luc. 45.17; ook med..; σχηματίζεται κόμην zij schikt haar haar Eur. Med. 1161; overdr. voor de vorm erop nahouden:; ἣν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται (de praal) die zij voor de vorm tegenover de buitenwereld erop nahouden Plat. Resp. 577a; spec. perf. pass.. ἐσχημάτισται δ’ ἀσπὶς het schild is van een embleem voorzien Aeschl. Sept. 465. intrans. een houding aannemen:; οὐ σχηματίζειν βούλομ (αι) ik wil geen capriolen uithalen Aristoph. Pax. 324; med. met inf.:; σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι zij geven voor dom te zijn Plat. Prot. 342b; milit. een formatie innemen, zich op een bepaalde manier formeren: met acc. v. h. inw. obj.. ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα... ἐν ταῖς μάχαις de opstellingen die de legers in gevechten aannemen Plat. Resp. 526d. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σχηματίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> — Παθ., παρακ. <i>ἐσχημάτισμαι</i>, σε Αριστ., βλ. κατωτ. II· [[αλλά]] με [[σημασία]] Μέσ., βλ. I. 2.<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[λαμβάνω]] κάποια συγκεκριμένη [[μορφή]] ή [[σχήμα]], ή [[λαμβάνω]] μια συγκεκριμένη [[θέση]] ή [[στάση]], σε Πλάτ.· απόλ., [[χειρονομώ]], [[χορεύω]] εκτελώντας ποικίλες χορευτικές φιγούρες, σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>προστάσεως ἣνσχηματίζονται</i>, λέγεται για την πομπώδη [[εμφάνιση]] ή [[έκφραση]] που λαμβάνουν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., επίσης, [[συμπεριφέρομαι]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου με συγκεκριμένο τρόπο, [[προσποιούμαι]] ότι είμαι ή κάνω [[κάτι]]· <i>ὡςεἰδὼς ἐσχημάτισται</i>, έκανε σα να τον γνώριζε, στον ίδ.· με απαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]], προσποιούνται ότι δεν ξέρουν, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δίνω]] ένα συγκεκριμένο [[σχήμα]], [[μία]] συγκεκριμένη [[μορφή]] σε [[κάτι]], [[μορφοποιώ]], [[διαμορφώνω]], [[σχηματοποιώ]], σε Πλούτ. — Μέσ., <i>σχηματίζεσθαι κόμην</i>, [[χτενίζω]] με συγκεκριμένο τρόπο τα μαλλιά μου, σε Ευρ. — Παθ., μορφοποιούμαι, διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι, σε Αισχύλ.· επίσης, [[στολίζω]], [[κοσμώ]], [[καλλωπίζω]], | |lsmtext='''σχηματίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i> — Παθ., παρακ. <i>ἐσχημάτισμαι</i>, σε Αριστ., βλ. κατωτ. II· [[αλλά]] με [[σημασία]] Μέσ., βλ. I. 2.<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[λαμβάνω]] κάποια συγκεκριμένη [[μορφή]] ή [[σχήμα]], ή [[λαμβάνω]] μια συγκεκριμένη [[θέση]] ή [[στάση]], σε Πλάτ.· απόλ., [[χειρονομώ]], [[χορεύω]] εκτελώντας ποικίλες χορευτικές φιγούρες, σε Αριστοφ. — Μέσ., <i>προστάσεως ἣνσχηματίζονται</i>, λέγεται για την πομπώδη [[εμφάνιση]] ή [[έκφραση]] που λαμβάνουν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., επίσης, [[συμπεριφέρομαι]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου με συγκεκριμένο τρόπο, [[προσποιούμαι]] ότι είμαι ή κάνω [[κάτι]]· <i>ὡςεἰδὼς ἐσχημάτισται</i>, έκανε σα να τον γνώριζε, στον ίδ.· με απαρ., σχηματίζονται ἀμαθεῖς [[εἶναι]], προσποιούνται ότι δεν ξέρουν, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δίνω]] ένα συγκεκριμένο [[σχήμα]], [[μία]] συγκεκριμένη [[μορφή]] σε [[κάτι]], [[μορφοποιώ]], [[διαμορφώνω]], [[σχηματοποιώ]], σε Πλούτ. — Μέσ., <i>σχηματίζεσθαι κόμην</i>, [[χτενίζω]] με συγκεκριμένο τρόπο τα μαλλιά μου, σε Ευρ. — Παθ., μορφοποιούμαι, διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι, σε Αισχύλ.· επίσης, [[στολίζω]], [[κοσμώ]], [[καλλωπίζω]], εξωραΐζω, σε Λουκ.· [[χειρονομώ]], κάνω χαρακτηριστικές κινήσεις, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |