νύξ: Difference between revisions

16 bytes added ,  29 November 2022
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-νυκτός (=νύχτα). (Λατιν. nοx nοctis).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νυκτερινός]], [[νύκτερος]], [[νυκτερεύω]] (=περνῶ τή νύχτα), [[νυκτερεία]] (=καρτέρι), [[νυκτέρευμα]], [[νυκτερευτής]] (=αὐτός πού κυνηγᾶ, ἐνῶ εἶναι νύχτα), [[νυκτερευτικός]], [[νυκτερίς]], [[νύκτωρ]], [[νυχεύω]] (=ξαγρυπνῶ), [[ἐννυχεύω]], [[νύχευμα]], [[νύχιος]] (=νυχτερινός), [[παννύχιος]], [[νυχίς]], [[παννυχίς]] (=[[ἀγρυπνία]]) καί τά σύνθ.: [[νυκτοφύλαξ]], νυκτοφυλακῶ, νυκτοπορῶ, [[νυχθήμερος]] (=πού διαρκεῖ μιά [[μέρα]] καί μιά νύχτα), [[νυχθημερόν]] (=νύχτα καί [[μέρα]]), [[νυκτάλωψ]] -ωπος, ὁ, ἡ (ὤψ), (ἀρχικά αὐτός πού δέ βλέπει [[κατά]] τή νύκτα. Μπροστά στό ὤψ ἐννοεῖται α στερητ. ἄνωψ, ἄλωψ. Ἀργότερα ἔγινε αὐτός πού βλέπει μόνο τή νύχτα), [[νυκτηγορέω]] ([[ἀγορά]], αγορεύω) (=μιλῶ [[κατά]] τή [[διάρκεια]] νύχτας), [[νυκτηρεφής]], -ές ([[ἐρέφω]]) (=[[σκοτεινός]]), [[νυκτίβρομος]], -ον ([[βρέμω]]) (=αὐτός πού βροντᾶ τή νύχτα), [[νυκτιλαμπής]], -ές (=[[σκοτεινός]]), [[νυκτίπλαγκτος]], -ον (=[[ἀνήσυχος]]), [[νυκτίφοιτος]], -ον ([[φοιτάω]]) (=ὁ περιφερόμενος [[κατά]] τή νύκτα), [[νυκτοθήρας]], -ου (=νυχτερινός [[κυνηγός]]).
|mantxt=-νυκτός (=[[νύχτα]]). (Λατιν. nοx nοctis).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νυκτερινός]], [[νύκτερος]], [[νυκτερεύω]] (=περνῶ τή νύχτα), [[νυκτερεία]] (=[[καρτέρι]]), [[νυκτέρευμα]], [[νυκτερευτής]] (=αὐτός πού κυνηγᾶ, ἐνῶ εἶναι νύχτα), [[νυκτερευτικός]], [[νυκτερίς]], [[νύκτωρ]], [[νυχεύω]] (=[[ξαγρυπνῶ]]), [[ἐννυχεύω]], [[νύχευμα]], [[νύχιος]] (=[[νυχτερινός]]), [[παννύχιος]], [[νυχίς]], [[παννυχίς]] (=[[ἀγρυπνία]]) καί τά σύνθ.: [[νυκτοφύλαξ]], νυκτοφυλακῶ, νυκτοπορῶ, [[νυχθήμερος]] (=πού διαρκεῖ μιά [[μέρα]] καί μιά νύχτα), [[νυχθημερόν]] (=νύχτα καί [[μέρα]]), [[νυκτάλωψ]] -ωπος, ὁ, ἡ (ὤψ), (ἀρχικά αὐτός πού δέ βλέπει [[κατά]] τή νύκτα. Μπροστά στό ὤψ ἐννοεῖται α στερητ. ἄνωψ, ἄλωψ. Ἀργότερα ἔγινε αὐτός πού βλέπει μόνο τή νύχτα), [[νυκτηγορέω]] ([[ἀγορά]], αγορεύω) (=μιλῶ [[κατά]] τή [[διάρκεια]] νύχτας), [[νυκτηρεφής]], -ές ([[ἐρέφω]]) (=[[σκοτεινός]]), [[νυκτίβρομος]], -ον ([[βρέμω]]) (=αὐτός πού βροντᾶ τή νύχτα), [[νυκτιλαμπής]], -ές (=[[σκοτεινός]]), [[νυκτίπλαγκτος]], -ον (=[[ἀνήσυχος]]), [[νυκτίφοιτος]], -ον ([[φοιτάω]]) (=ὁ περιφερόμενος [[κατά]] τή νύκτα), [[νυκτοθήρας]], -ου (=νυχτερινός [[κυνηγός]]).
}}
}}
{{trml
{{trml