λείχω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=γλείφω). Ἀπό ρίζα λιχ- καί μέ μετάπτωση λείχ-ω = [[λείχω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[λιχανός]] (=τό δάχτυλο μέ τό ὁποῖο γλείφει κάποιος, ὁ [[δείκτης]]), λιχμάομαι (=γλείφω), [[λιχμάζω]] (=γλείφω), [[λίχνος]] (=[[λαίμαργος]], λιχούδης), [[λιχνεία]] (=λιχουδιά, [[λαιμαργία]]), [[λιχνεύω]] (=γλείφω, εἶμαι [[λαίμαργος]]).
|mantxt=(=[[γλείφω]]). Ἀπό ρίζα λιχ- καί μέ μετάπτωση λείχ-ω = [[λείχω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[λιχανός]] (=τό δάχτυλο μέ τό ὁποῖο γλείφει κάποιος, ὁ [[δείκτης]]), λιχμάομαι (=[[γλείφω]]), [[λιχμάζω]] (=[[γλείφω]]), [[λίχνος]] (=[[λαίμαργος]], λιχούδης), [[λιχνεία]] (=λιχουδιά, [[λαιμαργία]]), [[λιχνεύω]] (=γλείφω, εἶμαι [[λαίμαργος]]).
}}
}}