σκάλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=σκάβω, [[σκαλίζω]], τσαπίζω). Ἀπό τή ρίζα σκαλ-, ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: [[σκαλμός]], [[σκάλοψ]], [[σκάλσις]], [[σκάλμη]], [[σκαλαθύρω]] (=σκάβω), [[σκαλεύς]], [[σκαλεύω]], [[σκαλίς]] (=σκαλιστήρι), [[σκαλίζω]], [[σκαλιδεύω]].
|mantxt=(=σκάβω, [[σκαλίζω]], τσαπίζω). Ἀπό τή ρίζα σκαλ-, ἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: [[σκαλμός]], [[σκάλοψ]], [[σκάλσις]], [[σκάλμη]], [[σκαλαθύρω]] (=[[σκάβω]]), [[σκαλεύς]], [[σκαλεύω]], [[σκαλίς]] (=[[σκαλιστήρι]]), [[σκαλίζω]], [[σκαλιδεύω]].
}}
}}