νέμω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[διανέμω]], [[μοιράζω]], διοικῶ, [[κυβερνῶ]], ὁδηγῶ στή [[βοσκή]], [[βόσκω]]). Ἀπό ρίζα νεμ+ω=[[νέμω]]. Μέ μετάπτωση νομκαί νωμ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[νέμησις]] (=[[διανομή]]), [[ἐπινέμησις]] (=ἐπέκταση), [[διανέμησις]], [[κατανέμησις]], [[νεμητός]], [[ἀδιανέμητος]], [[νεμέτωρ]] (=[[ἐκδικητής]]), [[ἀνέμητος]] (=[[ἀδιαίρετος]]), [[νέμος]] (=[[μέρος]] γιά [[βοσκή]]), [[διανεμητέος]], [[ἐπινεμητέον]], [[Νεμέα]], [[νέμεσις]], [[Νέμεσις]], [[νεμεσητός]] (=[[ἄξιος]] ἀγανακτήσεως), [[ἀνεμέσητος]], [[νεμεσητικός]], [[νεμεσητέος]], [[νεμεσητής]], [[νομάς]] -άδος (=αὐτός πού περιπλανιέται), [[νομαδικός]], [[νομάδην]], [[νομεύς]] (=[[βοσκός]]), [[νομεύω]], [[νομευτικός]], [[νομή]] (=[[βοσκή]]), [[διανομή]], [[κατανομή]], [[συννομή]], [[χορτονομή]], [[νομός]] (=[[βοσκή]]), [[νόμος]] (=[[συνήθεια]], ἔθιμο, [[θεσμός]]), [[νομίζω]] (=[[θεωρῶ]], [[συνηθίζω]]), [[νομικός]], [[νόμιμος]], [[νομίμως]], [[νόμιος]] (=[[ποιμενικός]]), [[νόμισις]], [[νόμισμα]] (=ἔθιμο), [[νομιστέος]], [[νομιστός]], [[νομοθέτης]], [[ἐπινομία]], [[διανομεύς]], [[παιδονόμος]], [[κληρονόμος]], [[σύννομος]] (=[[σύντροφος]]), [[νωμάω]] (=[[μοιράζω]], [[διευθύνω]]), [[οἰκονόμος]], [[παράνομος]], [[ὑπόνομος]], [[χειρονόμος]], [[χειρονομῶ]].
|mantxt=(=[[διανέμω]], [[μοιράζω]], διοικῶ, [[κυβερνῶ]], ὁδηγῶ στή [[βοσκή]], [[βόσκω]]). Ἀπό ρίζα νεμ+ω=[[νέμω]]. Μέ μετάπτωση νομκαί νωμ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[νέμησις]] (=[[διανομή]]), [[ἐπινέμησις]] (=[[ἐπέκταση]]), [[διανέμησις]], [[κατανέμησις]], [[νεμητός]], [[ἀδιανέμητος]], [[νεμέτωρ]] (=[[ἐκδικητής]]), [[ἀνέμητος]] (=[[ἀδιαίρετος]]), [[νέμος]] (=[[μέρος]] γιά [[βοσκή]]), [[διανεμητέος]], [[ἐπινεμητέον]], [[Νεμέα]], [[νέμεσις]], [[Νέμεσις]], [[νεμεσητός]] (=[[ἄξιος]] ἀγανακτήσεως), [[ἀνεμέσητος]], [[νεμεσητικός]], [[νεμεσητέος]], [[νεμεσητής]], [[νομάς]] -άδος (=αὐτός πού περιπλανιέται), [[νομαδικός]], [[νομάδην]], [[νομεύς]] (=[[βοσκός]]), [[νομεύω]], [[νομευτικός]], [[νομή]] (=[[βοσκή]]), [[διανομή]], [[κατανομή]], [[συννομή]], [[χορτονομή]], [[νομός]] (=[[βοσκή]]), [[νόμος]] (=[[συνήθεια]], ἔθιμο, [[θεσμός]]), [[νομίζω]] (=[[θεωρῶ]], [[συνηθίζω]]), [[νομικός]], [[νόμιμος]], [[νομίμως]], [[νόμιος]] (=[[ποιμενικός]]), [[νόμισις]], [[νόμισμα]] (=[[ἔθιμο]]), [[νομιστέος]], [[νομιστός]], [[νομοθέτης]], [[ἐπινομία]], [[διανομεύς]], [[παιδονόμος]], [[κληρονόμος]], [[σύννομος]] (=[[σύντροφος]]), [[νωμάω]] (=[[μοιράζω]], [[διευθύνω]]), [[οἰκονόμος]], [[παράνομος]], [[ὑπόνομος]], [[χειρονόμος]], [[χειρονομῶ]].
}}
}}