3,244,152
edits
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ") |
|||
Line 50: | Line 50: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=ἤ [[τάττω]] (=[[παρατάσσω]], ταχτοποιῶ, [[διορίζω]], διατάζω). Ἀπό ρίζα ταγ-. Θέμα ταγ+j+ω → [[τάττω]] ἤ [[τάσσω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τάγμα]], [[διάταγμα]], [[ἐπίταγμα]], [[πρόσταγμα]], [[σύνταγμα]], [[ταγή]], [[ταγός]] (=[[ἀρχηγός]]), [[ταγεύω]], [[ταγεία]], [[διαταγή]], [[ἐπιταγή]], [[προσταγή]], [[ὑποταγή]], νομοταγής, [[ταγάριον]] (ὑποκορ.), [[τάγηνον]] καί [[τήγανον]] (=τηγάνι), [[ταγηνίζω]] καί [[τηγανίζω]], [[τακτέον]], [[προτακτέον]], [[προστακτέον]], [[συντακτέον]], [[ὑποτακτέον]], [[τακτικός]], [[προστακτικός]], [[ἐπιτακτικός]], [[τάκτης]], συντάκτης, [[τακτός]], [[ἀνεπίτακτος]] (=λεύτερος), [[ἀσύντακτος]], [[ἄτακτος]], [[δύστακτος]], [[ἐπιτακτός]], [[εὔτακτος]], [[τάξις]], [[ἐπίταξις]], [[κατάταξις]], [[παράταξις]], [[πρόσταξις]], [[πρόταξις]], [[σύνταξις]], ταξίδιον (ὑποκορ.= [[ἐκστρατεία]]), [[ταξίαρχος]] ἤ [[ταξιάρχης]], [[ἀταξία]], [[λιποταξία]]. | |mantxt=ἤ [[τάττω]] (=[[παρατάσσω]], ταχτοποιῶ, [[διορίζω]], διατάζω). Ἀπό ρίζα ταγ-. Θέμα ταγ+j+ω → [[τάττω]] ἤ [[τάσσω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τάγμα]], [[διάταγμα]], [[ἐπίταγμα]], [[πρόσταγμα]], [[σύνταγμα]], [[ταγή]], [[ταγός]] (=[[ἀρχηγός]]), [[ταγεύω]], [[ταγεία]], [[διαταγή]], [[ἐπιταγή]], [[προσταγή]], [[ὑποταγή]], νομοταγής, [[ταγάριον]] (ὑποκορ.), [[τάγηνον]] καί [[τήγανον]] (=[[τηγάνι]]), [[ταγηνίζω]] καί [[τηγανίζω]], [[τακτέον]], [[προτακτέον]], [[προστακτέον]], [[συντακτέον]], [[ὑποτακτέον]], [[τακτικός]], [[προστακτικός]], [[ἐπιτακτικός]], [[τάκτης]], συντάκτης, [[τακτός]], [[ἀνεπίτακτος]] (=[[λεύτερος]]), [[ἀσύντακτος]], [[ἄτακτος]], [[δύστακτος]], [[ἐπιτακτός]], [[εὔτακτος]], [[τάξις]], [[ἐπίταξις]], [[κατάταξις]], [[παράταξις]], [[πρόσταξις]], [[πρόταξις]], [[σύνταξις]], ταξίδιον (ὑποκορ.= [[ἐκστρατεία]]), [[ταξίαρχος]] ἤ [[ταξιάρχης]], [[ἀταξία]], [[λιποταξία]]. | ||
}} | }} | ||
{{elmes | {{elmes | ||
|esmgtx=1 en v. med. [[estar situado]] o [[estar establecido]] para vigilar o controlar ὁρκίζω ὑμᾶς, τοὺς κατὰ τοῦ πυρὸς τεταγμένους <b class="b3">os conjuro a vosotros, los que estáis establecidos sobre el fuego</b> P XXXVI 154 P XXXVI 252 2 en v. pas. [[estar sometido]] o [[estar subordinado]] ὡς πρ<ώ>τως ὕμνησέ σε ὁ ὑπό σου ταχθείς <b class="b3">como te alabó con himnos aquel que te está sometido</b> P XIII 140 P XIII 445 αὐθέντα Ἥλιε, ὁ ὑπ' αὐτὸν τὸν ἕνα καὶ μόνον τεταγμένος <b class="b3">soberano Helios, el que está sometido al mismo uno y único</b> P XIII 258 P XIII 337 | |esmgtx=1 en v. med. [[estar situado]] o [[estar establecido]] para vigilar o controlar ὁρκίζω ὑμᾶς, τοὺς κατὰ τοῦ πυρὸς τεταγμένους <b class="b3">os conjuro a vosotros, los que estáis establecidos sobre el fuego</b> P XXXVI 154 P XXXVI 252 2 en v. pas. [[estar sometido]] o [[estar subordinado]] ὡς πρ<ώ>τως ὕμνησέ σε ὁ ὑπό σου ταχθείς <b class="b3">como te alabó con himnos aquel que te está sometido</b> P XIII 140 P XIII 445 αὐθέντα Ἥλιε, ὁ ὑπ' αὐτὸν τὸν ἕνα καὶ μόνον τεταγμένος <b class="b3">soberano Helios, el que está sometido al mismo uno y único</b> P XIII 258 P XIII 337 | ||
}} | }} |