3,274,873
edits
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=καί [[φθίω]] (=λιγοστεύω, χάνομαι, μαραίνομαι). Θέμα φθι + πρόσφ. ν → φθί+ν+ω = [[φθίνω]]. Τό [[φθίω]] μόνο στόν Ὅμηρο. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φθινάς]] -άδος (=[[αὐτή]] πού λιγοστεύει), [[φθινόπωρον]], [[φθινοπωρινός]], [[φθινόκαρπος]], [[φθίσις]] (=[[παρακμή]], [[μαρασμός]]), [[φθισικός]] (=χτικιάρης), [[φθισιάω]], [[φθισήνωρ]], [[φθισίμβροτος]], [[φθιτός]], φθιτοί (=οἱ νεκροί), [[ἄφθιτος]] (=[[ἀθάνατος]]), [[φθόη]] (=[[μαρασμός]]). | |mantxt=καί [[φθίω]] (=λιγοστεύω, χάνομαι, μαραίνομαι). Θέμα φθι + πρόσφ. ν → φθί+ν+ω = [[φθίνω]]. Τό [[φθίω]] μόνο στόν Ὅμηρο. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φθινάς]] -άδος (=[[αὐτή]] πού λιγοστεύει), [[φθινόπωρον]], [[φθινοπωρινός]], [[φθινόκαρπος]], [[φθίσις]] (=[[παρακμή]], [[μαρασμός]]), [[φθισικός]] (=[[χτικιάρης]]), [[φθισιάω]], [[φθισήνωρ]], [[φθισίμβροτος]], [[φθιτός]], φθιτοί (=οἱ νεκροί), [[ἄφθιτος]] (=[[ἀθάνατος]]), [[φθόη]] (=[[μαρασμός]]). | ||
}} | }} |