φθίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί [[φθίω]] (=λιγοστεύω, χάνομαι, μαραίνομαι). Θέμα φθι + πρόσφ. ν → φθί+ν+ω = [[φθίνω]]. Τό [[φθίω]] μόνο στόν Ὅμηρο. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φθινάς]] -άδος (=[[αὐτή]] πού λιγοστεύει), [[φθινόπωρον]], [[φθινοπωρινός]], [[φθινόκαρπος]], [[φθίσις]] (=[[παρακμή]], [[μαρασμός]]), [[φθισικός]] (=χτικιάρης), [[φθισιάω]], [[φθισήνωρ]], [[φθισίμβροτος]], [[φθιτός]], φθιτοί (=οἱ νεκροί), [[ἄφθιτος]] (=[[ἀθάνατος]]), [[φθόη]] (=[[μαρασμός]]).
|mantxt=καί [[φθίω]] (=λιγοστεύω, χάνομαι, μαραίνομαι). Θέμα φθι + πρόσφ. ν → φθί+ν+ω = [[φθίνω]]. Τό [[φθίω]] μόνο στόν Ὅμηρο. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[φθινάς]] -άδος (=[[αὐτή]] πού λιγοστεύει), [[φθινόπωρον]], [[φθινοπωρινός]], [[φθινόκαρπος]], [[φθίσις]] (=[[παρακμή]], [[μαρασμός]]), [[φθισικός]] (=[[χτικιάρης]]), [[φθισιάω]], [[φθισήνωρ]], [[φθισίμβροτος]], [[φθιτός]], φθιτοί (=οἱ νεκροί), [[ἄφθιτος]] (=[[ἀθάνατος]]), [[φθόη]] (=[[μαρασμός]]).
}}
}}