3,273,404
edits
Line 47: | Line 47: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό [[ρῆμα]] [[τίω]] (=τιμῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τιμάω]] -ῶ, [[τιμήεις]], [[τίμημα]], [[ἀντιτίμημα]], [[προστίμημα]], [[τίμησις]] καί τά σύνθ. (ἀνα, ἀντι, ἀπο, δια, ἐκ, ἐπι, προ, προσ, ὑπερ, ὑπο)[[τίμησις]], [[τιμητέος]], τιμητέον, προστιμητέος, προστιμητέον, [[τιμητής]], [[τιμητικός]], [[τιμητός]], [[ἀτίμητος]], [[ἀνεπιτίμητος]], [[πολυτίμητος]], [[τίμιος]], [[τιμιότης]], [[ἄτιμος]], ἀτιμῶ καί τά σύνθετα: [[τιμαλφής]], τιμιουλκῶ (=ἀκριβαίνω), [[τιμωρός]]. | |mantxt=Ἀπό τό [[ρῆμα]] [[τίω]] (=[[τιμῶ]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τιμάω]] -ῶ, [[τιμήεις]], [[τίμημα]], [[ἀντιτίμημα]], [[προστίμημα]], [[τίμησις]] καί τά σύνθ. (ἀνα, ἀντι, ἀπο, δια, ἐκ, ἐπι, προ, προσ, ὑπερ, ὑπο)[[τίμησις]], [[τιμητέος]], τιμητέον, προστιμητέος, προστιμητέον, [[τιμητής]], [[τιμητικός]], [[τιμητός]], [[ἀτίμητος]], [[ἀνεπιτίμητος]], [[πολυτίμητος]], [[τίμιος]], [[τιμιότης]], [[ἄτιμος]], ἀτιμῶ καί τά σύνθετα: [[τιμαλφής]], τιμιουλκῶ (=[[ἀκριβαίνω]]), [[τιμωρός]]. | ||
}} | }} |