ἀγγέλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φέρνω]] [[παραγγελία]], [[ἀναγγέλλω]], ἀνακοινώνω κάτι). Ἀπό τό οὐσ. [[ἄγγελος]], λέξη συγγενική μέ τήν περσική [[ἄγγαρος]] (=[[ἔφιππος]] [[ταχυδρόμος]]). Μέ τήν [[προσθήκη]] τοῦ j στό [[ἄγγελος]] ἔχουμε τό ἀγγέλ-j-ω καί μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ λ τό [[ἀγγέλλω]]. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀγγελία]], [[ἀγγελιαφόρος]], [[ἄγγελμα]] (=[[μήνυμα]]), [[ἀγγελτήρ]], [[ἀγγελτικός]], [[αὐτεπάγγελτος]] (=αὐτός πού κάνει κάτι αὐθόρμητα), [[ἐξάγγελτος]] (=[[φανερός]]), [[κατάγγελτος]] (=προδομένος), αὐτεπαγγέλτως (=μέ τή θέλησή του), [[εὐαγγέλιον]] (=[[καλή]] εἴδηση).
|mantxt=(=[[φέρνω]] [[παραγγελία]], [[ἀναγγέλλω]], ἀνακοινώνω κάτι). Ἀπό τό οὐσ. [[ἄγγελος]], λέξη συγγενική μέ τήν περσική [[ἄγγαρος]] (=[[ἔφιππος]] [[ταχυδρόμος]]). Μέ τήν [[προσθήκη]] τοῦ j στό [[ἄγγελος]] ἔχουμε τό ἀγγέλ-j-ω καί μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ λ τό [[ἀγγέλλω]]. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀγγελία]], [[ἀγγελιαφόρος]], [[ἄγγελμα]] (=[[μήνυμα]]), [[ἀγγελτήρ]], [[ἀγγελτικός]], [[αὐτεπάγγελτος]] (=αὐτός πού κάνει κάτι αὐθόρμητα), [[ἐξάγγελτος]] (=[[φανερός]]), [[κατάγγελτος]] (=[[προδομένος]]), αὐτεπαγγέλτως (=μέ τή θέλησή του), [[εὐαγγέλιον]] (=[[καλή]] εἴδηση).
}}
}}