νίφω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[χιονίζω]]˙ ἀπρόσ. νίφει = χιονίζει). Ἀπό ρίζα νιφ-. Λατιν. nix-vis.<br><b>Παράγωγα:</b> [[νιφάς]] -άδος, [[νιφετός]] (=χιονοθύελλα), [[νιφόεις]] (=γεμάτος χιόνια), [[νιφόβολος]], [[νιφόκτυπος]], [[νιφοστιβής]] (=γεμάτος χιόνια), [[ἀγάννιφος]] ([[ἄγαν]] + [[νίφω]] = σκεπασμένος μέ χιόνια˙ ἐπίθ. τοῦ Ὀλύμπου).
|mantxt=(=[[χιονίζω]]˙ ἀπρόσ. νίφει = χιονίζει). Ἀπό ρίζα νιφ-. Λατιν. nix-vis.<br><b>Παράγωγα:</b> [[νιφάς]] -άδος, [[νιφετός]] (=[[χιονοθύελλα]]), [[νιφόεις]] (=γεμάτος χιόνια), [[νιφόβολος]], [[νιφόκτυπος]], [[νιφοστιβής]] (=γεμάτος χιόνια), [[ἀγάννιφος]] ([[ἄγαν]] + [[νίφω]] = σκεπασμένος μέ χιόνια˙ ἐπίθ. τοῦ Ὀλύμπου).
}}
}}