σχίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+), " to "$1$2, $3, "
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+), " to "$1, , ")
Line 59: Line 59:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Συγγενικό μέ τό [[σκεδάννυμι]]. Ἀπό ρίζα σκιδ- ἤ σχιδ-. Θέμα σχιδ + jω → [[σχίζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σχίδαξ]], [[σχίζα]] (=κομμάτι ξύλου, σκίζα), [[ἀσχιδής]] (ἄσκιστος), [[πολυσχιδής]] (=σκισμένος σέ [[πολλά]] μέρη, [[πολύ]] μορφωμένος), [[σχινδάλαμος]] ἤ [[σκινδάλαμος]] (=πελεκούδι, ἀγκίδα, [[λεπτολογία]]), [[σχίσις]], [[σχίσμα]], [[σχισματικός]], [[σχισμός]], [[σχιστός]], [[ἄσχιστος]], [[ὁλόσχιστος]].
|mantxt=Συγγενικό μέ τό [[σκεδάννυμι]]. Ἀπό ρίζα σκιδ- ἤ σχιδ-. Θέμα σχιδ + jω → [[σχίζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[σχίδαξ]], [[σχίζα]] (=κομμάτι ξύλου, σκίζα), [[ἀσχιδής]] (ἄσκιστος), [[πολυσχιδής]] (=σκισμένος σέ [[πολλά]] μέρη, [[πολύ]] μορφωμένος), [[σχινδάλαμος]] ἤ [[σκινδάλαμος]] (=[[πελεκούδι]], [[ἀγκίδα]], [[λεπτολογία]]), [[σχίσις]], [[σχίσμα]], [[σχισματικός]], [[σχισμός]], [[σχιστός]], [[ἄσχιστος]], [[ὁλόσχιστος]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=[[dividir]], [[separar]] λαβὼν βάϊν χλωρὰν καὶ ... σχίσον εἰς δύο, ἐπιλέγων τὸ ὄνομα ζʹ <b class="b3">toma una palma verde, divídela en dos y pronuncia el nombre siete veces</b> P XIII 263  
|esmgtx=[[dividir]], [[separar]] λαβὼν βάϊν χλωρὰν καὶ ... σχίσον εἰς δύο, ἐπιλέγων τὸ ὄνομα ζʹ <b class="b3">toma una palma verde, divídela en dos y pronuncia el nombre siete veces</b> P XIII 263  
}}
}}