κομπάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[καυχιέμαι]]). Ἀπό τό [[κόμπος]] ([[θόρυβος]], καύχηση), πού [[ἴσως]] νά σχετίζεται μέ τό [[κόπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[κομπασμός]], [[κόμπασμα]], [[κομπαστής]], [[κομπαστικός]], κομπῶ, [[κομπώδης]].
|mantxt=(=[[καυχιέμαι]]). Ἀπό τό [[κόμπος]] ([[θόρυβος]], [[καύχηση]]), πού [[ἴσως]] νά σχετίζεται μέ τό [[κόπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[κομπασμός]], [[κόμπασμα]], [[κομπαστής]], [[κομπαστικός]], κομπῶ, [[κομπώδης]].
}}
}}