μύωψ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μύωψ:''' -ωπος, ὁ, ἡ ([[μύω]], ὤψ),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μισοκλείνει τα μάτια, όπως κάνουν οι άνθρωποι που έχουν [[μυωπία]], μύωπας, σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[μύωψ]], <i>-ωπος</i>, <i>ὁ</i>, [[αλογόμυγα]] ή βοϊδόμυγα, Λατ. tabānus, σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[βουκέντρα]], [[σπηρούνι]], σε Ξεν., Θεόφρ.· μεταφ., [[κίνητρο]], διεγερτικό, σε Λουκ., Ανθ.
|lsmtext='''μύωψ:''' -ωπος, ὁ, ἡ ([[μύω]], [[ὤψ]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μισοκλείνει τα μάτια, όπως κάνουν οι άνθρωποι που έχουν [[μυωπία]], μύωπας, σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[μύωψ]], <i>-ωπος</i>, <i>ὁ</i>, [[αλογόμυγα]] ή βοϊδόμυγα, Λατ. tabānus, σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[βουκέντρα]], [[σπηρούνι]], σε Ξεν., Θεόφρ.· μεταφ., [[κίνητρο]], διεγερτικό, σε Λουκ., Ανθ.
}}
}}
{{etym
{{etym