νάρκισσος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia ES==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpes |wkestx=$3 }}$4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[νάρκισσος]], ό Α σπαν. και [[νάρκισσος]], ἡ)<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] ποωδών πολυετών και διακοσμητικών [[φυτών]] της οικογένειας τών αμαρυλλιδών, του οποίου ορισμένα είδη [[είναι]] γνωστότερα στην [[Ελλάδα]] με τις κοινές ονομασίες [[ζαμπάκι]], [[μανουσάκι]], βούτσινο, γκρίζο, ίτσο<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Νάρκισσος</i><br /><b>μυθολ.</b><br />όνομα μυθικού ωραίου νέου που περιφρονούσε τον έρωτα, όταν [[ὅμως]] είδε το πρόσωπό του στο [[νερό]] μιας πηγής ερωτεύθηκε τον εαυτό του και, απελπισμένος από το [[πάθος]] του, αυτοκτόνησε<br /><b>2.</b> ωραιότατος και, κατ' επέκτ., [[εγωλάτρης]], [[εγωκεντρικός]], [[εγωπαθής]] [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -<i>ισσος</i> οδηγεί στο [[συμπέρασμα]] ότι πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Η αρχαία [[σύνδεση]] του με το [[νάρκη]] οφείλεται [[μάλλον]] σε λαϊκή [[παρετυμολογία]], λόγω της κατευναστικής φαρμακευτικής ιδιότητας του φυτού].
|mltxt=ο (ΑΜ [[νάρκισσος]], ό Α σπαν. και [[νάρκισσος]], [[]])<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] ποωδών πολυετών και διακοσμητικών [[φυτών]] της οικογένειας τών αμαρυλλιδών, του οποίου ορισμένα είδη [[είναι]] γνωστότερα στην [[Ελλάδα]] με τις κοινές ονομασίες [[ζαμπάκι]], [[μανουσάκι]], βούτσινο, γκρίζο, ίτσο<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Νάρκισσος</i><br /><b>μυθολ.</b><br />όνομα μυθικού ωραίου νέου που περιφρονούσε τον έρωτα, όταν [[ὅμως]] είδε το πρόσωπό του στο [[νερό]] μιας πηγής ερωτεύθηκε τον εαυτό του και, απελπισμένος από το [[πάθος]] του, αυτοκτόνησε<br /><b>2.</b> ωραιότατος και, κατ' επέκτ., [[εγωλάτρης]], [[εγωκεντρικός]], [[εγωπαθής]] [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -<i>ισσος</i> οδηγεί στο [[συμπέρασμα]] ότι πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Η αρχαία [[σύνδεση]] του με το [[νάρκη]] οφείλεται [[μάλλον]] σε λαϊκή [[παρετυμολογία]], λόγω της κατευναστικής φαρμακευτικής ιδιότητας του φυτού].
}}
}}
{{lsm
{{lsm