3,274,216
edits
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φόρμιγξ''': -ιγγος, ἡ, [[εἶδος]] κιθάρας (ἴδε κατωτ., καὶ πρβλ. [[κιθαρίζω]]), τὸ ἀρχαιότατον τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων τῶν Ἑλλήνων ἀοιδῶν, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ [[μάλιστα]] ὡς [[ὄργανον]] τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Α. 603, Ω. 63, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 270, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 203· ἦτο δὲ κεκοσμημένη μὲ χρυσόν, ἐλέφαντα, πολυτίμους λίθους καὶ γλυφάς, [[ὅθεν]] τὰ ἐπίθετα [[περικαλλής]], δαιδαλέη, κλπ.· [[ἑπτάχορδος]] (μετὰ τοὺς χρόνους τοῦ Τερπάνδρου), Πινδ. Π. 2. 130, Ν. 5. 43· ψάλλων ἐλεφαντόδετον φ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 219. 2) φ. [[ἄχορδος]] μεταφορ., τὸ [[τόξον]], Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11, 11. (Συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὸ [[φέρω]], οἱονεὶ φορητὴ [[λύρα]], ἡ τοῖς ὤμοις φερομένη Ἡσύχ. Ἀλλ’ ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΦΡΕΜ. φρέμω· οὕτω π. χ. βρέμεσθαι, [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς λύρας παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 11. 7. [[Κατὰ]] τὴν κατάληξιν συμφωνεῖ πρὸς ἄλλα μουσικὰ ὄργανα, [[οἷον]] [[σάλπιγξ]], σῦριγξ). | |lstext='''φόρμιγξ''': -ιγγος, ἡ, [[εἶδος]] κιθάρας (ἴδε κατωτ., καὶ πρβλ. [[κιθαρίζω]]), τὸ ἀρχαιότατον τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων τῶν Ἑλλήνων ἀοιδῶν, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ [[μάλιστα]] ὡς [[ὄργανον]] τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Α. 603, Ω. 63, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 270, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 203· ἦτο δὲ κεκοσμημένη μὲ χρυσόν, ἐλέφαντα, πολυτίμους λίθους καὶ γλυφάς, [[ὅθεν]] τὰ ἐπίθετα [[περικαλλής]], δαιδαλέη, κλπ.· [[ἑπτάχορδος]] (μετὰ τοὺς χρόνους τοῦ Τερπάνδρου), Πινδ. Π. 2. 130, Ν. 5. 43· ψάλλων ἐλεφαντόδετον φ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 219. 2) φ. [[ἄχορδος]] μεταφορ., τὸ [[τόξον]], Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11, 11. (Συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὸ [[φέρω]], οἱονεὶ φορητὴ [[λύρα]], ἡ τοῖς ὤμοις φερομένη Ἡσύχ. Ἀλλ’ ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΦΡΕΜ. φρέμω· οὕτω π. χ. βρέμεσθαι, [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς λύρας παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 11. 7. [[Κατὰ]] τὴν κατάληξιν συμφωνεῖ πρὸς ἄλλα μουσικὰ ὄργανα, [[οἷον]] [[σάλπιγξ]], [[σῦριγξ]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φόρμιγξ:''' -ιγγος, ἡ, [[φόρμιγγα]], είδος λύρας ή άρπας, το αρχαιότερο πνευστό όργανο των Ελλήνων, [[ιδίως]] γνωστό ως το όργανο του Απόλλωνα, σε Όμηρ.· με [[επτά]] χορδές ([[μετά]] από την [[εποχή]] του Τέρπανδου), σε Πίνδ. (Συνήθως αναφέρεται στο [[φέρω]], σαν να ήταν φορητή [[λύρα]]· πιθανότερα από √<i>ΦΡΕΜ</i>, Λατ. [[fremo]], ηχώ). | |lsmtext='''φόρμιγξ:''' -ιγγος, ἡ, [[φόρμιγγα]], είδος λύρας ή άρπας, το αρχαιότερο πνευστό όργανο των Ελλήνων, [[ιδίως]] γνωστό ως το όργανο του Απόλλωνα, σε Όμηρ.· με [[επτά]] χορδές ([[μετά]] από την [[εποχή]] του Τέρπανδου), σε Πίνδ. (Συνήθως αναφέρεται στο [[φέρω]], σαν να ήταν φορητή [[λύρα]]· πιθανότερα από √<i>ΦΡΕΜ</i>, Λατ. [[fremo]], [[ηχώ]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |