παλαιός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλαιός''': ά, όν· Αἰολ. πάλαος Εὐστ. 28. 33, Βοιωτ. πάληος Ἐτυμολ. Μέγ. 32. 6· ἀλλὰ παλᾰός Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 992· Λακων. [[παλεόρ]] (ἴδε κατωτ.)· - ὁμαλὸν συγκρ. παλαιότερος Πινδ. Ν. 6. 90, Θουκ. 1. 1, Πλάτ., κλ.· παλαιότατος Πλάτ. Τίμ. 83Α, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστεροι τύποι [[εἶναι]] [[παλαίτερος]], παλαίτατος (ἐκ τοῦ [[πάλαι]]), Πινδ. Π. 10. 90, Ν. 7. 65, Θουκ, κλ.. ἴδε ἀνωτ. (Ἡ παραλήγουσα παρὰ ποιηταῖς ἔστιν ὅτε [[εἶναι]] βραχεῖα, Σοφ. Ἀποσπ. 655, Εὐρ. Ἠλ. 497, Δαμόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 821D, 862Β· ἐν τούτοις τοῖς χωρίοις ὁ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 4. 18 φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναγνώσῃ παλεός, πρβλ. Θεογνώστ. Κανόνας 50. 3, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 988· ἐν τῷ ὑστάτῳ τούτῳ χωρίῳ ὁ Δινδ. ἀποκαθίστησι τὸν Λακωνικὸν τύπον [[παλεόρ]], πρβλ. Ahr. D. D. σ. 71). Ι. παλαιὸς κατὰ τὰ ἔτη, α) τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, [[γέρων]], ἡλικιωμένος, [[γηραιός]], ἢ [[νέος]] ἠὲ παλαιὸς Ἰλ. Ξ. 108· νέοι ἠὲ παλαιοὶ Ὀδ. Α. 395· παλαιῷ φωτὶ ἐοικὼς Ἰλ. Ξ. 136· [[ὡσαύτως]], παλαιὸς [[γέρων]], παλαιὰ [[γρηῦς]] Ὀδ. Ν. 432, Τ. 346, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 676· χρόνῳ παλαιῷ Σοφ. Ο. Κ. 112· ἐν παλαιτέροισι Πινδ. Ν. 3. 127· [[ἔνθα]] δὴ παλαίτατοι θάσσουσι Εὐρ. Μήδ. 68· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀνόητος]], βλὰξ ([[παλεόρ]]· «μωρὸς» Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Λυσ. 988· πρβλ. [[Κρόνιος]]. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[οἶνος]] Ὀδ. Β. 340· [[νῆες]].. νέαι ἠδὲ π. [[αὐτόθι]] 293· τρὺξ π. καὶ σαπρὰ Ἀριστοφ. Πλ. 1086· [τριήρεις] παλαιαὶ ἀντὶ καινῶν Λυσ. 179. 37· ὑποδήματα Πλάτ. Μένων 91D, κτλ. ΙΙ. εἰς ἀρχαίους χρόνους ἀνήκων, [[ἀρχαῖος]], 1) ἐπὶ προσώπων, [[ξεῖνος]] π., παλαιὸς φίλος, Ἰλ. Ζ. 215, Σοφ. Τρ. 263, Εὐρ. Ἄλκ. 212· παλαιοῦ Δαρδανίδαο Ἰλ. Λ. 166, πρβλ. Ὀδ. Β. 118· [[Μίνως]] παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν Θουκ. 1. 4· οἱ [[πάνυ]] π. ἄνθρωποι Πλάτ. Κρατ. 411Β· οἱ π., οἱ ἀρχαῖοι, Λατιν. veteres, Θουκ. 1. 3, Γραμμ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, λέκτορα Ὀδ. Ψ. 296· παλαιά τε πολλά τε εἰδὼς Η. 157· καινὰ καὶ π. ἔργα Ἡρόδ. 9. 26· νόμοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 778· κατὰ τὸ νόμιμον τὸ π. καὶ [[ἀρχαῖον]] Λυσ. 107. 41· κατὰ τὸν π. λόγον Πλάτ. Γοργ. 499C· ἡ π. [[παροιμία]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 329Α· παλαί’ ἂν [εἴη], ἐξ ὅτου Σοφοκλ. Φιλ. 493, πρβλ. Αἴ. 622· - ἐπὶ τόπων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 17, Σοφ. Ἠλ. 4, κτλ.· - τὸ παλαιόν, ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ [[πάλαι]], κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους, [[ἄλλοτε]], Ἡρόδ. 1. 171, Αἰσχύλ. Πέρσ. 101 (λυρ.), κλ.· τό γε παλαιὸν Πλάτ. Κρατ. 401C, κλ.· - [[ὡσαύτως]], ἐκ παλαιοῦ, ἀπὸ παλαιοῦ χρόνου, Ἡρόδ. 1. 157, Ἀντιφῶν 115, 23, Θουκ. 1. 2· ἐκ παλαιοτέρου, ἀπὸ παλαιοτέρου χρόνου, Ἡρόδ. 1. 60· ἐκ παλαιοτάτου Θουκ. 1. 18· - ἀρχαῖα καὶ παλαιά, [[ὁμοῦ]], Λυσ. 107. 40, Δημ. 597, 18 (πρβλ. Σοφ. Τρ. 555), - ὡς ἐν τῇ Λατ. prisca et vetusta, Ruhnk. Vell. Pat. 1. 16, 3. 3) ἐπὶ πραγμάτων [[ὡσαύτως]], α) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[παλαιός]], ἐπὶ μακρὸν χρόνον διατηρούμενος, π. [[ὄλβος]], [[δόξα]], [[φήμη]] κλ., πρβλ. [[παλαιόπλουτος]]· [[ἑπομένως]], ἐπὶ τὸ ἰσχυρότερον [[σεβάσμιος]], τετιμημένος, [[ἅπερ]] παλαιότατα ἀνθρώποις, quae hominibus antiquissima sunt, Ἀντιφῶν 141. 34. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀπηρχαιωμένος, [[ἄχρηστος]], ὡς τὸ [[ἀρχαῖον]], Αἰσχύλ. Πρ. 317, Σοφ. Ο. Τ. 290.
|lstext='''πᾰλαιός''': ά, όν· Αἰολ. πάλαος Εὐστ. 28. 33, Βοιωτ. πάληος Ἐτυμολ. Μέγ. 32. 6· ἀλλὰ παλᾰός Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 992· Λακων. [[παλεόρ]] (ἴδε κατωτ.)· - ὁμαλὸν συγκρ. παλαιότερος Πινδ. Ν. 6. 90, Θουκ. 1. 1, Πλάτ., κλ.· παλαιότατος Πλάτ. Τίμ. 83Α, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστεροι τύποι [[εἶναι]] [[παλαίτερος]], παλαίτατος (ἐκ τοῦ [[πάλαι]]), Πινδ. Π. 10. 90, Ν. 7. 65, Θουκ, κλ.. ἴδε ἀνωτ. (Ἡ παραλήγουσα παρὰ ποιηταῖς ἔστιν ὅτε [[εἶναι]] βραχεῖα, Σοφ. Ἀποσπ. 655, Εὐρ. Ἠλ. 497, Δαμόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 821D, 862Β· ἐν τούτοις τοῖς χωρίοις ὁ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 4. 18 φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναγνώσῃ παλεός, πρβλ. Θεογνώστ. Κανόνας 50. 3, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 988· ἐν τῷ ὑστάτῳ τούτῳ χωρίῳ ὁ Δινδ. ἀποκαθίστησι τὸν Λακωνικὸν τύπον [[παλεόρ]], πρβλ. Ahr. D. D. σ. 71). Ι. παλαιὸς κατὰ τὰ ἔτη, α) τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, [[γέρων]], ἡλικιωμένος, [[γηραιός]], ἢ [[νέος]] ἠὲ παλαιὸς Ἰλ. Ξ. 108· νέοι ἠὲ παλαιοὶ Ὀδ. Α. 395· παλαιῷ φωτὶ ἐοικὼς Ἰλ. Ξ. 136· [[ὡσαύτως]], παλαιὸς [[γέρων]], παλαιὰ [[γρηῦς]] Ὀδ. Ν. 432, Τ. 346, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 676· χρόνῳ παλαιῷ Σοφ. Ο. Κ. 112· ἐν παλαιτέροισι Πινδ. Ν. 3. 127· [[ἔνθα]] δὴ παλαίτατοι θάσσουσι Εὐρ. Μήδ. 68· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀνόητος]], βλὰξ ([[παλεόρ]]· «μωρὸς» Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Λυσ. 988· πρβλ. [[Κρόνιος]]. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[οἶνος]] Ὀδ. Β. 340· [[νῆες]].. νέαι ἠδὲ π. [[αὐτόθι]] 293· τρὺξ π. καὶ σαπρὰ Ἀριστοφ. Πλ. 1086· [τριήρεις] παλαιαὶ ἀντὶ καινῶν Λυσ. 179. 37· ὑποδήματα Πλάτ. Μένων 91D, κτλ. ΙΙ. εἰς ἀρχαίους χρόνους ἀνήκων, [[ἀρχαῖος]], 1) ἐπὶ προσώπων, [[ξεῖνος]] π., παλαιὸς φίλος, Ἰλ. Ζ. 215, Σοφ. Τρ. 263, Εὐρ. Ἄλκ. 212· παλαιοῦ Δαρδανίδαο Ἰλ. Λ. 166, πρβλ. Ὀδ. Β. 118· [[Μίνως]] παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν Θουκ. 1. 4· οἱ [[πάνυ]] π. ἄνθρωποι Πλάτ. Κρατ. 411Β· οἱ π., οἱ ἀρχαῖοι, Λατιν. veteres, Θουκ. 1. 3, Γραμμ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, λέκτορα Ὀδ. Ψ. 296· παλαιά τε πολλά τε εἰδὼς Η. 157· καινὰ καὶ π. ἔργα Ἡρόδ. 9. 26· νόμοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 778· κατὰ τὸ νόμιμον τὸ π. καὶ [[ἀρχαῖον]] Λυσ. 107. 41· κατὰ τὸν π. λόγον Πλάτ. Γοργ. 499C· ἡ π. [[παροιμία]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 329Α· παλαί’ ἂν [εἴη], ἐξ ὅτου Σοφοκλ. Φιλ. 493, πρβλ. Αἴ. 622· - ἐπὶ τόπων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 17, Σοφ. Ἠλ. 4, κτλ.· - τὸ παλαιόν, ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ [[πάλαι]], κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους, [[ἄλλοτε]], Ἡρόδ. 1. 171, Αἰσχύλ. Πέρσ. 101 (λυρ.), κλ.· τό γε παλαιὸν Πλάτ. Κρατ. 401C, κλ.· - [[ὡσαύτως]], ἐκ παλαιοῦ, ἀπὸ παλαιοῦ χρόνου, Ἡρόδ. 1. 157, Ἀντιφῶν 115, 23, Θουκ. 1. 2· ἐκ παλαιοτέρου, ἀπὸ παλαιοτέρου χρόνου, Ἡρόδ. 1. 60· ἐκ παλαιοτάτου Θουκ. 1. 18· - ἀρχαῖα καὶ παλαιά, [[ὁμοῦ]], Λυσ. 107. 40, Δημ. 597, 18 (πρβλ. Σοφ. Τρ. 555), - ὡς ἐν τῇ Λατ. prisca et vetusta, Ruhnk. Vell. Pat. 1. 16, 3. 3) ἐπὶ πραγμάτων [[ὡσαύτως]], [[α]]) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[παλαιός]], ἐπὶ μακρὸν χρόνον διατηρούμενος, π. [[ὄλβος]], [[δόξα]], [[φήμη]] κλ., πρβλ. [[παλαιόπλουτος]]· [[ἑπομένως]], ἐπὶ τὸ ἰσχυρότερον [[σεβάσμιος]], τετιμημένος, [[ἅπερ]] παλαιότατα ἀνθρώποις, quae hominibus antiquissima sunt, Ἀντιφῶν 141. 34. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀπηρχαιωμένος, [[ἄχρηστος]], ὡς τὸ [[ἀρχαῖον]], Αἰσχύλ. Πρ. 317, Σοφ. Ο. Τ. 290.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj