διαβόρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2"
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβόρος:''' -ον (διαβι-βρώσκω),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που καταβροχθίζει, κατατρώγει, φθείρει, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[διάβορος]], <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που έχει καταναλωθεί πλήρως, αφανισμένος εντελώς, στον ίδ.
|lsmtext='''διαβόρος:''' -ον (διαβι-βρώσκω),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που καταβροχθίζει, κατατρώγει, φθείρει, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[διάβορος]], <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που έχει καταναλωθεί πλήρως, αφανισμένος εντελώς, στον ίδ.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[durchfressend]]</i>, [[νόσος]] δ. [[πόδα]], den Fuß durchfressender [[Schaden]], Soph. <i>Phil</i>. 7; vgl. <i>Tr</i>. 1074.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαβόρος]], ον [[διαβιβρώσκω]]<br /><b class="num">I.</b> [[eating]] [[through]], [[devouring]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> proparox. [[διάβορος]], ον, [[pass]]. eaten [[through]], consumed, Soph.
|mdlsjtxt=[[διαβόρος]], ον [[διαβιβρώσκω]]<br /><b class="num">I.</b> [[eating]] [[through]], [[devouring]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> proparox. [[διάβορος]], ον, [[pass]]. eaten [[through]], consumed, Soph.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[durchfressend]]</i>, [[νόσος]] δ. [[πόδα]], den Fuß durchfressender [[Schaden]], Soph. <i>Phil</i>. 7; vgl. <i>Tr</i>. 1074.
}}
}}