ἀκαλλής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2"
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sans beauté, sans charme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κάλλος]].
|btext=ής, ές :<br />sans beauté, sans charme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κάλλος]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[unschön]]</i>, Luc. <i>hist.conscr</i>. 48; γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀκ. <i>Prom</i>. 14; καὶ [[ἄμορφος]] [[εἰκών]] Plut. <i>amat</i>. 9 M.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκαλλής:''' -ές ([[κάλλος]]), αυτός που δεν έχει [[γοητεία]], που δε διαθέτει θέλγητρα, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀκαλλής:''' -ές ([[κάλλος]]), αυτός που δεν έχει [[γοητεία]], που δε διαθέτει θέλγητρα, σε Λουκ.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[unschön]]</i>, Luc. <i>hist.conscr</i>. 48; γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀκ. <i>Prom</i>. 14; καὶ [[ἄμορφος]] [[εἰκών]] Plut. <i>amat</i>. 9 M.
}}
}}