ἀκρωτηριάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἠκρωτηρίασα;<br />couper les extrémités (nez, oreilles, pieds, mains) ; ἀ. [[τὰς]] πρῴρας HDT couper les éperons fixés aux proues;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀκρωτηριάζομαι]];<br /><b>1</b> couper les éperons, les ornements (des trirèmes);<br /><b>2</b> mutiler <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀκρωτήριον]].
|btext=<i>ao.</i> ἠκρωτηρίασα;<br />couper les extrémités (nez, oreilles, pieds, mains) ; ἀ. τὰς πρῴρας HDT couper les éperons fixés aux proues;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀκρωτηριάζομαι]];<br /><b>1</b> couper les éperons, les ornements (des trirèmes);<br /><b>2</b> mutiler <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀκρωτήριον]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρωτηριάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κόβω]] τα [[άκρα]], [[ακρωτηριάζω]], [[σακατεύω]], [[κουτσουρεύω]], <i>τὰςπρῴρας ἠκρωτηρίασαν</i>, απέκοψαν τα έμβολα που βρίσκονταν στις πλώρες, σε Ηρόδ.· ομοίως και σε Μέσ., [[τὰς]] τριήρεις ἀκρωτηριασάμενοι, σε Ξεν.· Παθ. παρακ. με Μέσ. [[σημασία]], ἠκρωτηριασμένοι [[τὰς]] πατρίδας, έχοντας κουτσουρέψει τις χώρες τους, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀκρωτηριάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κόβω]] τα [[άκρα]], [[ακρωτηριάζω]], [[σακατεύω]], [[κουτσουρεύω]], <i>τὰςπρῴρας ἠκρωτηρίασαν</i>, απέκοψαν τα έμβολα που βρίσκονταν στις πλώρες, σε Ηρόδ.· ομοίως και σε Μέσ., τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενοι, σε Ξεν.· Παθ. παρακ. με Μέσ. [[σημασία]], ἠκρωτηριασμένοι τὰς πατρίδας, έχοντας κουτσουρέψει τις χώρες τους, σε Δημ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj