πρωτεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρωτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πρῶτος]])·<br /><b class="num">1.</b> είμαι ο [[πρώτος]], [[κατέχω]] την πρώτη [[θέση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· είμαι ο [[πρώτος]] σε [[κάτι]], <i>καρτερίᾳ</i>, σε Ξεν.· <i>βδελυρίᾳ</i>, σε Αισχίν.· <i>περὶ κακίαν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., είμαι [[πρώτος]], [[ανώτερος]] από ή [[μεταξύ]], [[τῶν]] ῥητόρων, στον ίδ.
|lsmtext='''πρωτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πρῶτος]])·<br /><b class="num">1.</b> είμαι ο [[πρώτος]], [[κατέχω]] την πρώτη [[θέση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· είμαι ο [[πρώτος]] σε [[κάτι]], <i>καρτερίᾳ</i>, σε Ξεν.· <i>βδελυρίᾳ</i>, σε Αισχίν.· <i>περὶ κακίαν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., είμαι [[πρώτος]], [[ανώτερος]] από ή [[μεταξύ]], τῶν ῥητόρων, στον ίδ.
}}
}}
{{ls
{{ls