νύξ: Difference between revisions

4 bytes removed ,  9 December 2022
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νύξ:''' νυκτός, ἡ, Λατ. [[nox]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νύχτα]], δηλ. [[είτε]] με τη [[σημασία]] της [[χρονικής]] περιόδου της νύχτας (αντίθ. προς την [[ημέρα]]) ή απλά ως [[μία]] [[νύχτα]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>νυκτός</i>, τη [[νύχτα]], Λατ. [[noctu]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· νυκτὸς [[ἔτι]], ενώ ήταν [[ακόμη]] [[νύχτα]], σε Ηρόδ.· <i>νυκτὸς τῆσδε</i>, σε Σοφ.· <i>ἄκρας νυκτός</i>, στη βαθύτατη [[σιγή]] της νύχτας, στον ίδ.· επίσης, <i>νυκτί</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.· <i>[[νύκτα]]</i>, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, στο μακρύ [[διάστημα]] της νύχτας, σε Όμηρ.· <i>νύκτας</i>, κατά τις νύχτες, στον ίδ.· <i>μέσαι νύκτες</i>, [[μεσάνυχτα]], [[μεσονύχτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με προθ.· <i>ἀνὰ [[νύκτα]]</i>, κατά τη [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>διὰ [[νύκτα]]</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰς [[νύκτα]]</i>, <i>εἰς τὴν [[νύκτα]]</i>, προς τη [[νύχτα]], σε Ξεν.· <i>ὑπὸ [[νύκτα]]</i>, [[μόλις]] νυχτώσει, σε Θουκ., Ξεν.· <i>διὰ νυκτός</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Πλάτ.· <i>ἐκ νυκτός</i>, [[αμέσως]] [[μόλις]] πέσει η [[νύχτα]], σε Ξεν.· [[πόρρω]] [[τῶν]] νυκτῶν, [[βαθιά]] μέσα στη [[νύχτα]], στον ίδ.· <i>ἐπὶ νυκτί</i>, τη [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν νυκτί</i>, <i>ἐν τῇ νυκτί</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ. επίσης, νυχτερινές φρουρές, σε Πίνδ., Πλάτ.· οι Έλληνες διαιρούσαν τη [[νύχτα]] σε [[τρεις]] φυλακές, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> το [[σκοτάδι]] της νύχτας, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτάδι]], [[νύχτα]] του θανάτου, στον ίδ.· νὺξ [[Ἅιδης]] τε σῳζόντων [[κάτω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[Νύξ]], ως κύριο όνομα, η [[θεά]] της νύχτας, [[κόρη]] του Χάους, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">IV.</b> νυχτερινό ή εσπερινό [[μέρος]] του ορίζοντα, δηλ. το δυτικό, η Δύση, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''νύξ:''' νυκτός, ἡ, Λατ. [[nox]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νύχτα]], δηλ. [[είτε]] με τη [[σημασία]] της [[χρονικής]] περιόδου της νύχτας (αντίθ. προς την [[ημέρα]]) ή απλά ως [[μία]] [[νύχτα]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>νυκτός</i>, τη [[νύχτα]], Λατ. [[noctu]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· νυκτὸς [[ἔτι]], ενώ ήταν [[ακόμη]] [[νύχτα]], σε Ηρόδ.· <i>νυκτὸς τῆσδε</i>, σε Σοφ.· <i>ἄκρας νυκτός</i>, στη βαθύτατη [[σιγή]] της νύχτας, στον ίδ.· επίσης, <i>νυκτί</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.· <i>[[νύκτα]]</i>, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, στο μακρύ [[διάστημα]] της νύχτας, σε Όμηρ.· <i>νύκτας</i>, κατά τις νύχτες, στον ίδ.· <i>μέσαι νύκτες</i>, [[μεσάνυχτα]], [[μεσονύχτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με προθ.· <i>ἀνὰ [[νύκτα]]</i>, κατά τη [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>διὰ [[νύκτα]]</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰς [[νύκτα]]</i>, <i>εἰς τὴν [[νύκτα]]</i>, προς τη [[νύχτα]], σε Ξεν.· <i>ὑπὸ [[νύκτα]]</i>, [[μόλις]] νυχτώσει, σε Θουκ., Ξεν.· <i>διὰ νυκτός</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Πλάτ.· <i>ἐκ νυκτός</i>, [[αμέσως]] [[μόλις]] πέσει η [[νύχτα]], σε Ξεν.· [[πόρρω]] τῶν νυκτῶν, [[βαθιά]] μέσα στη [[νύχτα]], στον ίδ.· <i>ἐπὶ νυκτί</i>, τη [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν νυκτί</i>, <i>ἐν τῇ νυκτί</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ. επίσης, νυχτερινές φρουρές, σε Πίνδ., Πλάτ.· οι Έλληνες διαιρούσαν τη [[νύχτα]] σε [[τρεις]] φυλακές, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> το [[σκοτάδι]] της νύχτας, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτάδι]], [[νύχτα]] του θανάτου, στον ίδ.· νὺξ [[Ἅιδης]] τε σῳζόντων [[κάτω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[Νύξ]], ως κύριο όνομα, η [[θεά]] της νύχτας, [[κόρη]] του Χάους, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">IV.</b> νυχτερινό ή εσπερινό [[μέρος]] του ορίζοντα, δηλ. το δυτικό, η Δύση, σε Ησίοδ.
}}
}}
{{grml
{{grml