ἄδεια: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> sécurité, sûreté : [[τῶν]] σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν [[τισιν]] THC garantir la sûreté des personnes <i>ou</i> la vie sauve ; ἔχειν γῆς ἄδειαν SOPH vivre qqe part en toute sécurité ; μετ’ ἀδείας, ἐπ’ ἀδείας en sûreté ; μετὰ πάσης ἀδείας, ἐπὶ πολλῆς ἀδείας en toute sûreté;<br /><b>II.</b> impunité : ἄδειαν ποιεῖσθαι THC s'assurer l'impunité ; amnistie;<br /><b>III.</b> liberté de faire, de dire qch : [[οὐκ]] [[ἐν]] ἀδείῃ ποιεύμενοι τὸ λέγειν HDT ne se jugeant pas libre de dire sans danger;<br /><b>IV.</b> <i>t. de droit att.</i><br /><b>1</b> [[autorisation accordée par l'Assemblée du peuple à tout citoyen de proposer certaines résolutions et d'agir contrairement à des décisions antérieures]];<br /><b>2</b> sauf-conduit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδεής]]¹.
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> sécurité, sûreté : τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν [[τισιν]] THC garantir la sûreté des personnes <i>ou</i> la vie sauve ; ἔχειν γῆς ἄδειαν SOPH vivre qqe part en toute sécurité ; μετ’ ἀδείας, ἐπ’ ἀδείας en sûreté ; μετὰ πάσης ἀδείας, ἐπὶ πολλῆς ἀδείας en toute sûreté;<br /><b>II.</b> impunité : ἄδειαν ποιεῖσθαι THC s'assurer l'impunité ; amnistie;<br /><b>III.</b> liberté de faire, de dire qch : [[οὐκ]] [[ἐν]] ἀδείῃ ποιεύμενοι τὸ λέγειν HDT ne se jugeant pas libre de dire sans danger;<br /><b>IV.</b> <i>t. de droit att.</i><br /><b>1</b> [[autorisation accordée par l'Assemblée du peuple à tout citoyen de proposer certaines résolutions et d'agir contrairement à des décisions antérieures]];<br /><b>2</b> sauf-conduit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδεής]]¹.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄδεια:''' ἡ ([[ἀδεής]]), [[ελευθερία]] από φόβο, [[αφοβία]]· <i>ἀδείην διδόναι</i>, [[παρέχω]] [[αμνηστία]], [[αποζημίωση]], [[εγγύηση]], [[εξασφάλιση]], [[ασφάλεια]] ζωής, σε Ηρόδ.· ἐν ἀδείῃ [[εἶναι]], στον ίδ.· [[τῶν]] σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν, σε Θουκ.· <i>ἄδειάν τινι παρασκευάζειν</i>, <i>παρέχειν</i>, σε Δημ.· αντίθ. προς το <i>ἄδειαν λαμβάνειν</i>, το να λαμβάνει [[κάποιος]] [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]] ζωής, στον ίδ.· <i>ἀδείας τυγχάνειν</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἄδεια:''' ἡ ([[ἀδεής]]), [[ελευθερία]] από φόβο, [[αφοβία]]· <i>ἀδείην διδόναι</i>, [[παρέχω]] [[αμνηστία]], [[αποζημίωση]], [[εγγύηση]], [[εξασφάλιση]], [[ασφάλεια]] ζωής, σε Ηρόδ.· ἐν ἀδείῃ [[εἶναι]], στον ίδ.· τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν, σε Θουκ.· <i>ἄδειάν τινι παρασκευάζειν</i>, <i>παρέχειν</i>, σε Δημ.· αντίθ. προς το <i>ἄδειαν λαμβάνειν</i>, το να λαμβάνει [[κάποιος]] [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]] ζωής, στον ίδ.· <i>ἀδείας τυγχάνειν</i>, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj