ὑπομενετικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπομενετικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[δύναμη]] να υπομένει, [[υπομονετικός]], [[τῶν]] δεινῶν, σε Αριστ.
|lsmtext='''ὑπομενετικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[δύναμη]] να υπομένει, [[υπομονετικός]], τῶν δεινῶν, σε Αριστ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπομενετικός]], ή, όν<br />[[patient]] of, τῶν δεινῶν Arist.
|mdlsjtxt=[[ὑπομενετικός]], ή, όν<br />[[patient]] of, τῶν δεινῶν Arist.
}}
}}