ἐμβάλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, παρακ. -[[βέβληκα]], αόρ. βʹ <i>ἐνέβᾰλον</i> (<i>ἐν</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]], [[ρίχνω]] μέσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἐμβ. τινὰ εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]], [[ρίχνω]] κάποιον μέσα στη [[φυλακή]], σε Δημ.· <i>ἔμβαλλε χεῖρα δεξιάν</i>, ως [[σημάδι]], [[εγγύηση]] καλής πίστης, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐμβ. τινί τι θυμῷ</i>, [[βάζω]] [[κάτι]] μέσα στο [[μυαλό]] κάποιου, σε Όμηρ.· ομοίως και <i>ἐμβ. ἵμερον</i>, [[μένος]] τινί, στον ίδ.· βουλὴν ἐμβ. [[περί]] τινος, [[δίνω]] [[συμβουλή]] σε κάποιον για [[κάτι]], [[συμβουλεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[ρίχνω]] προς, πάνω ή [[εναντίον]] κάποιου, επιρίπτω, <i>νηῒ κεραυνόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμβ. [[πληγάς]], [[καταφέρνω]], [[επιφέρω]] χτυπήματα, σε Ξεν.· ἐμβ. [[πῦρ]], το [[χρησιμοποιώ]], σε Θουκ.· μεταφ., <i>ἐμβ. φόβον τινί</i>, [[προξενώ]] φόβο σε κάποιον, Λατ. incutere timorem, σε Ηρόδ. <b>II. 1. α)</b> αμτβ. (ενν. <i>στρατόν</i>), [[πραγματοποιώ]] [[επιδρομή]] ή [[εισβολή]], [[εισβάλλω]], [[εφορμώ]], στον ίδ. <b>β)</b> γενικά, [[συντρίβω]], [[παραβιάζω]], [[ξεσπώ]], εκρήγνυμαι, [[ορμώ]], [[εισορμώ]], σε Αισχίν.· <i>ἐμβάλωμεν εἰς ἄλλον λόγον</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]], [[προσβάλλω]] [[πλοίο]] με το [[έμβολο]], [[εξαπολύω]] [[επίθεση]] ή το [[εμβολίζω]], με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> <i>κώπῃ ἐμβάλλειν</i> (ενν. <i>χεῖρας</i>), τοποθετούμαι στο [[κουπί]], Λατ. incumbere remis, σε Ομήρ. Οδ.· και το <i>ἐμβάλλειν</i> μόνο του, [[τραβώ]] [[κουπί]] [[δυνατά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για ποταμό, [[αδειάζω]], χύνομαι, εκβάλλομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Μέσ., [[πετώ]] [[κάτι]] που ανήκει σε άλλον, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἐμβάλλεσθαί τι θυμῷ</i>, το [[βάζω]] στο [[μυαλό]] του, το [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., ἐμβάλλεσθε [[τῶν]] λαγῴων, ριχτείτε πάνω στο [[κρέας]] του λαγού, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">IV.</b> Παθ., λέγεται για πλοία, [[εξαπολύω]] [[επίθεση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐμβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, παρακ. -[[βέβληκα]], αόρ. βʹ <i>ἐνέβᾰλον</i> (<i>ἐν</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]], [[ρίχνω]] μέσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἐμβ. τινὰ εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]], [[ρίχνω]] κάποιον μέσα στη [[φυλακή]], σε Δημ.· <i>ἔμβαλλε χεῖρα δεξιάν</i>, ως [[σημάδι]], [[εγγύηση]] καλής πίστης, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐμβ. τινί τι θυμῷ</i>, [[βάζω]] [[κάτι]] μέσα στο [[μυαλό]] κάποιου, σε Όμηρ.· ομοίως και <i>ἐμβ. ἵμερον</i>, [[μένος]] τινί, στον ίδ.· βουλὴν ἐμβ. [[περί]] τινος, [[δίνω]] [[συμβουλή]] σε κάποιον για [[κάτι]], [[συμβουλεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[ρίχνω]] προς, πάνω ή [[εναντίον]] κάποιου, επιρίπτω, <i>νηῒ κεραυνόν</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμβ. [[πληγάς]], [[καταφέρνω]], [[επιφέρω]] χτυπήματα, σε Ξεν.· ἐμβ. [[πῦρ]], το [[χρησιμοποιώ]], σε Θουκ.· μεταφ., <i>ἐμβ. φόβον τινί</i>, [[προξενώ]] φόβο σε κάποιον, Λατ. incutere timorem, σε Ηρόδ. <b>II. 1. α)</b> αμτβ. (ενν. <i>στρατόν</i>), [[πραγματοποιώ]] [[επιδρομή]] ή [[εισβολή]], [[εισβάλλω]], [[εφορμώ]], στον ίδ. <b>β)</b> γενικά, [[συντρίβω]], [[παραβιάζω]], [[ξεσπώ]], εκρήγνυμαι, [[ορμώ]], [[εισορμώ]], σε Αισχίν.· <i>ἐμβάλωμεν εἰς ἄλλον λόγον</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[χτυπώ]], [[πλήττω]], [[προσβάλλω]] [[πλοίο]] με το [[έμβολο]], [[εξαπολύω]] [[επίθεση]] ή το [[εμβολίζω]], με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> <i>κώπῃ ἐμβάλλειν</i> (ενν. <i>χεῖρας</i>), τοποθετούμαι στο [[κουπί]], Λατ. incumbere remis, σε Ομήρ. Οδ.· και το <i>ἐμβάλλειν</i> μόνο του, [[τραβώ]] [[κουπί]] [[δυνατά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για ποταμό, [[αδειάζω]], χύνομαι, εκβάλλομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Μέσ., [[πετώ]] [[κάτι]] που ανήκει σε άλλον, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἐμβάλλεσθαί τι θυμῷ</i>, το [[βάζω]] στο [[μυαλό]] του, το [[λαμβάνω]] υπ' όψιν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων, ριχτείτε πάνω στο [[κρέας]] του λαγού, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">IV.</b> Παθ., λέγεται για πλοία, [[εξαπολύω]] [[επίθεση]], σε Θουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj