ταραχή: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰρᾰχή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σύγχυση]], [[διαταραχή]], [[ανησυχία]], σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για στρατό ή στόλο, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν τῇ ταραχῄ</i>, σε [[σύγχυση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πολιτική]] [[σύγχυση]], [[αναβρασμός]], και στον πληθ., αναταραχές, ανησυχίες, στον ίδ., Αττ.· ταραχὴ γίγνεται [[τῶν]] ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαμονίους, σε Θουκ.
|lsmtext='''τᾰρᾰχή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σύγχυση]], [[διαταραχή]], [[ανησυχία]], σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για στρατό ή στόλο, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν τῇ ταραχῄ</i>, σε [[σύγχυση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πολιτική]] [[σύγχυση]], [[αναβρασμός]], και στον πληθ., αναταραχές, ανησυχίες, στον ίδ., Αττ.· ταραχὴ γίγνεται τῶν ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαμονίους, σε Θουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj