3,277,121
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνειλέω''': (ἴδε [[εἴλω]]), [[περικλείω]], στενοχωρῶ, στρυμώνω, καὶ τὸ ἀνειλῆσαι πολεμίους Φιλόστρ. 59: - Μέσ., συστρέφομαι, συναθροίζομαι, στρυμώνομαι, ἀνειληθέντες γὰρ ἔς τι [[χωρίον]] Θουκ. 7. 81· αἱ μέλιτται... | |lstext='''ἀνειλέω''': (ἴδε [[εἴλω]]), [[περικλείω]], στενοχωρῶ, στρυμώνω, καὶ τὸ ἀνειλῆσαι πολεμίους Φιλόστρ. 59: - Μέσ., συστρέφομαι, συναθροίζομαι, στρυμώνομαι, ἀνειληθέντες γὰρ ἔς τι [[χωρίον]] Θουκ. 7. 81· αἱ μέλιτται... αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40. 57· ἐπὶ ἀέρος κεκλεισμένου ἢ συμπυκνωθέντος ἐν τοῖς ἐντέροις, κρέσσον δὲ σὺν ψόφῳ διελθεῖν ἢ αὐτοῦ ἀνειλέεσθαι Ἱππ. Προγν. 40· ἐν Γαλην. Γλωσσ. σ. 432, ὑπάρχει: «ἀνειλισθῶσιν· εἰς τὸ ἄνω εἰλισθεῖσαι συστραφῶσιν»· - ἐπὶ ἤχου, ἀλλ’ αὐτοῦ προσκόπτουσαν ἀνειλεῖσθαι τὴν φωνὴν καὶ λαμβάνειν ὄγκον Ἀριστ. Ἀκουστ. 65· περιορίζομαι, «συμμαζεύομαι» περὶ τῆς γλώσσης ἐὰν... μὴ ὑπακούῃ, μηδ’ ἀνειλῆται Πλούτ. 2. 503C. ΙΙ. «ξεδιπλώνω», ἀνοίγω, ἀνειλήσαντα οὖν [τὸ γραμματάδιον] [[ἰδεῖν]] ἐγγεγραμμένα [[τρία]] [[ταῦτα]] [[αὐτόθι]] 109C: - Παθ, Πλάτ. Κριτί. 109Α· ἴδε [[ἀνείλλω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |