3,274,313
edits
m (Text replacement - "</b> fig.<br" to "</b> fig.<br") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπογυμνόω''': ἐντελῶς ἀπεκδύω, γυμνώνω τινά, [[κυρίως]] ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα | |lstext='''ἀπογυμνόω''': ἐντελῶς ἀπεκδύω, γυμνώνω τινά, [[κυρίως]] ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα αὐτοῦ, [[ἀφοπλίζω]], [[ὅθεν]] ἐν τῷ παθ., μή σ’ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θείῃ Ὀδ. Κ. 301· μὴ δ’ ἀπογυμνωθῇς, [[μηδὲ]] νὰ ἐκθέσῃς γυμνὸν τὸ σῶμά σου ([[ἕνεκα]] φυσικῆς ἀνάγκης), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 728: - Μέσ., γυμνώνω ἐμαυτόν, «ξεγυμνώνομαι» Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Πρβλ. 1. 55, 3. 2) μεταφ., ἀνοίγω, [[ἀποκαλύπτω]], [[ἀναπτύσσω]], Παυσ. 4. 22, 4, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |