ἐκλογίζομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκλογίζομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[исчислять]], [[считать]] (τὰς εὐθύνας τῶν διῳκημένων Arst.; προσόδους [[πόλεων]] и [[πλοῦτος]] ἐκλογισθείς Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[принимать в расчет]], [[обдумывать]] ([[σωφρόνως]] τι Thuc.): [[ὅταν]] ἔλθῃ [[πόλεμος]], οὐδεὶς [[αὐτοῦ]] θάνατον ἐκλογίζεται Eur. когда настала война, никто о своей смерти не думает; ἐκλογίσασθαι τὰ χρηστὰ τἀναγκαῖά τε Eur. взвесить то, что полезно и необходимо; [[ταῦτα]] ἐκλογιζόμενος Her. рассуждая таким образом;<br /><b class="num">3</b> [[подробно излагать]], [[объяснять]] (τὴν ἐσομένην ὁρμήν Polyb.).
|elrutext='''ἐκλογίζομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[исчислять]], [[считать]] (τὰς εὐθύνας τῶν διῳκημένων Arst.; προσόδους [[πόλεων]] и [[πλοῦτος]] ἐκλογισθείς Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[принимать в расчет]], [[обдумывать]] ([[σωφρόνως]] τι Thuc.): [[ὅταν]] ἔλθῃ [[πόλεμος]], οὐδεὶς αὐτοῦ θάνατον ἐκλογίζεται Eur. когда настала война, никто о своей смерти не думает; ἐκλογίσασθαι τὰ χρηστὰ τἀναγκαῖά τε Eur. взвесить то, что полезно и необходимо; [[ταῦτα]] ἐκλογιζόμενος Her. рассуждая таким образом;<br /><b class="num">3</b> [[подробно излагать]], [[объяснять]] (τὴν ἐσομένην ὁρμήν Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκλογίζομαι''': ἀποθ., [[ἐξελέγχω]], «λογισταὶ... οἳ τὰς εὐθύνας τῶν διῳκημένων [[ἐκλογίζομαι]]... [[ὅταν]] τὰς ἀρχὰς ἀποθῶνται οἱ ἄρχοντες» Ἁρποκρ. ἐν λέξει λογισταὶ (Ἀριστ. Ἀποσπ. 406)· [[λογαριάζω]], ἀριθμῶ, τὸ [[ἀργύριον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 104. 2) [[διαλογίζομαι]], σκέπτομαί τι, [[ταῦτα]] δὴ ἐκλογιζόμενος, ἐποίησε τάδε Ἡρόδ. 3. 1, Εὐρ. Ι. Α. 1410, Θουκ. 4. 10· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 2. 40, Ἀνδοκ. 8. 27· ἐκλ. πρὸς οἵους... ὁ ἀγὼν ἔσται Θουκ. 1. 70· ἐκλ. ὅτι... Δημ. 555. 8· ― ὁ ἀόρ. ἐκλογισθῆναι ἐπὶ παθ. ἐννοίας, Πλουτ. Ποπλικ. 15. 3) [[λογαριάζω]], [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[ὅταν]] γὰρ ἔλθῃ [[πόλεμος]] ἐς ψῆφον πόλεως, οὐδεὶς ἔθ’ [[αὐτοῦ]] θάνατον ἐκλογίζεται Εὐρ. Ἱκ. 482. 4) διηγοῦμαι λεπτομερῶς, ἀπαριθμῶ, [[ἐκτίθημι]], ἐκλογιζόμενος διὰ πλειόνων τὴν ἐσομένην ὁρμὴν καὶ μετάπτωσιν κτλ. Πολύβ. 3. 99, 3., 10. 9, 3. ΙΙ. = [[ἐκλογέομαι]], Ἀππ. Ἐμφ. 3. 43.
|lstext='''ἐκλογίζομαι''': ἀποθ., [[ἐξελέγχω]], «λογισταὶ... οἳ τὰς εὐθύνας τῶν διῳκημένων [[ἐκλογίζομαι]]... [[ὅταν]] τὰς ἀρχὰς ἀποθῶνται οἱ ἄρχοντες» Ἁρποκρ. ἐν λέξει λογισταὶ (Ἀριστ. Ἀποσπ. 406)· [[λογαριάζω]], ἀριθμῶ, τὸ [[ἀργύριον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 104. 2) [[διαλογίζομαι]], σκέπτομαί τι, [[ταῦτα]] δὴ ἐκλογιζόμενος, ἐποίησε τάδε Ἡρόδ. 3. 1, Εὐρ. Ι. Α. 1410, Θουκ. 4. 10· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 2. 40, Ἀνδοκ. 8. 27· ἐκλ. πρὸς οἵους... ὁ ἀγὼν ἔσται Θουκ. 1. 70· ἐκλ. ὅτι... Δημ. 555. 8· ― ὁ ἀόρ. ἐκλογισθῆναι ἐπὶ παθ. ἐννοίας, Πλουτ. Ποπλικ. 15. 3) [[λογαριάζω]], [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[ὅταν]] γὰρ ἔλθῃ [[πόλεμος]] ἐς ψῆφον πόλεως, οὐδεὶς ἔθ’ αὐτοῦ θάνατον ἐκλογίζεται Εὐρ. Ἱκ. 482. 4) διηγοῦμαι λεπτομερῶς, ἀπαριθμῶ, [[ἐκτίθημι]], ἐκλογιζόμενος διὰ πλειόνων τὴν ἐσομένην ὁρμὴν καὶ μετάπτωσιν κτλ. Πολύβ. 3. 99, 3., 10. 9, 3. ΙΙ. = [[ἐκλογέομαι]], Ἀππ. Ἐμφ. 3. 43.
}}
}}
{{grml
{{grml