ἕζομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕζομαι''': παρατ. καὶ ἀόρ. β΄ ἑζόμην: ὁ παθ. ἀόρ. ἕσθην (ἀναγινωσκόμενος ἐν Σοφ. Ο. Κ. 195) δὲν [[εἶναι]] Ἀττικ., ἴδε Λουκ. Σολοικ. 11, Φρύν. 269, καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ, [[προσέτι]] καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[καθέζομαι]]. (Ἐκ τῆς PΕΔ παράγονται [[ὡσαύτως]] ἵζω, εἷσᾱ, ἕδος, ἕδρα, ἱδρύω, (παρβλ [[σέδας]] = καθέδρας Ἡσύχ.)· πρβλ. Σανσκρ. sad, sid-âmi (sido, sedeo) sâd-ayâmi (colloco), sa-as, (sedes) Λατ. sed-eo, sed-o, sol-ium· Γοτθ. sit-a Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. sitz-u (sitzen), sat-al, (sedile, settle, saddle): πρβλ. [[ἧμαι]]). Καθίζω ἐμαυτόν, [[καθέζομαι]], Ὁμ., [[ὅστις]] [[ὅμως]] μεταχειρίζεται μόνο ἐνεστ. καὶ παρατ., τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς προθέσεως ἐν, ὡς ἕζεσθαι ἐν λέκτρῳ, κτλ.· ἐπὶ δίφρῳ, ἱλ. Ζ. 354· κατὰ κλισμοὺς Ὀδ. Γ. 389· [[ποτὶ]] βωμὸν Χ. 335, 379· ἐπὶ [[βάθρον]] Σοφ. Ο. Κ. 100, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 682· σπανίως ἕζ. εἰς τόπον Μίμνερμ. 9· [[ἀμφί]] τινι Εὐρ. Φοίν. 1516· - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. μόνον, τόδ’ ἕζετο [[μαντεῖον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 3· εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενος Σοφ. Αἴ. 249 (ἴδε [[καθίζω]] ΙΙ): - ἐπὶ χθονί… ἑζέσθην, κατέβησαν πρὸς τὴν γῆν, ἐκάθισαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄερθεν]] ἤρθησαν, ἐπὶ πλαστίγγων, Ἰλ. Θ. 71: - [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡροδ. 8. 22 (ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε), καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζολόγοις· ἀλλ’ ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ τὸ [[καθέζομαι]] ἦν ἀεὶ ἐν χρήσει. ΙΙ. Δὲν ὑπάρχει ἐνεργητικὸς [[τύπος]] ἕζω, [[καθίζω]], τοποθετῶ, θέτω, ἂν καὶ ὡς εἰ ἐξ [[αὐτοῦ]] ἔχομεν τοὺς μεταβατ. τύπους [[εἷσα]], μέσ. εἱσάμην, μέσ. μέλλ. εἵσομαι, παθ. πρκμ. [[εἷμαι]], (ἴδε [[εἷσα]]): - τὸ μεταβατικὸν [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] ἵζω, ἢ [[ἱδρύω]].
|lstext='''ἕζομαι''': παρατ. καὶ ἀόρ. β΄ ἑζόμην: ὁ παθ. ἀόρ. ἕσθην (ἀναγινωσκόμενος ἐν Σοφ. Ο. Κ. 195) δὲν [[εἶναι]] Ἀττικ., ἴδε Λουκ. Σολοικ. 11, Φρύν. 269, καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ, [[προσέτι]] καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[καθέζομαι]]. (Ἐκ τῆς PΕΔ παράγονται [[ὡσαύτως]] ἵζω, εἷσᾱ, ἕδος, ἕδρα, ἱδρύω, (παρβλ [[σέδας]] = καθέδρας Ἡσύχ.)· πρβλ. Σανσκρ. sad, sid-âmi (sido, sedeo) sâd-ayâmi (colloco), sa-as, (sedes) Λατ. sed-eo, sed-o, sol-ium· Γοτθ. sit-a Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. sitz-u (sitzen), sat-al, (sedile, settle, saddle): πρβλ. [[ἧμαι]]). Καθίζω ἐμαυτόν, [[καθέζομαι]], Ὁμ., [[ὅστις]] [[ὅμως]] μεταχειρίζεται μόνο ἐνεστ. καὶ παρατ., τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς προθέσεως ἐν, ὡς ἕζεσθαι ἐν λέκτρῳ, κτλ.· ἐπὶ δίφρῳ, ἱλ. Ζ. 354· κατὰ κλισμοὺς Ὀδ. Γ. 389· [[ποτὶ]] βωμὸν Χ. 335, 379· ἐπὶ [[βάθρον]] Σοφ. Ο. Κ. 100, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 682· σπανίως ἕζ. εἰς τόπον Μίμνερμ. 9· [[ἀμφί]] τινι Εὐρ. Φοίν. 1516· - [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. μόνον, τόδ’ ἕζετο [[μαντεῖον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 3· εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενος Σοφ. Αἴ. 249 (ἴδε [[καθίζω]] ΙΙ): - ἐπὶ χθονί… ἑζέσθην, κατέβησαν πρὸς τὴν γῆν, ἐκάθισαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄερθεν]] ἤρθησαν, ἐπὶ πλαστίγγων, Ἰλ. Θ. 71: - [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡροδ. 8. 22 (ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε), καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζολόγοις· ἀλλ’ ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ τὸ [[καθέζομαι]] ἦν ἀεὶ ἐν χρήσει. ΙΙ. Δὲν ὑπάρχει ἐνεργητικὸς [[τύπος]] ἕζω, [[καθίζω]], τοποθετῶ, θέτω, ἂν καὶ ὡς εἰ ἐξ αὐτοῦ ἔχομεν τοὺς μεταβατ. τύπους [[εἷσα]], μέσ. εἱσάμην, μέσ. μέλλ. εἵσομαι, παθ. πρκμ. [[εἷμαι]], (ἴδε [[εἷσα]]): - τὸ μεταβατικὸν [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] ἵζω, ἢ [[ἱδρύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth