3,274,915
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γενικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αφορά ή ανήκει στο [[γένος]] ή που συνοψίζει τα γνωρίσματα όλων τών ειδών που υπάγονται στο [[γένος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γενική</i><br />η δεύτερη [[πτώση]] τών ονομάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αόριστος]], [[ασαφής]]<br /><b>2.</b> (ως [[βαθμός]] ανώτερων στρατιωτικών, διοικητικών κ.λπ. υπαλλήλων) (και ως ουσ.) ο [[γενικός]]<br />αυτός που έχει την [[εποπτεία]] μιας υπηρεσίας ή εργασίας<br />(αρχ. -μσν.) (για [[λέξη]]) [[περιεκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[προϊστάμενος]] του κρατικού ταμείου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχικός]], [[πρωταρχικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από γένη, οικογένειες («γενικαὶ φυλαί»)<br /><b>3.</b> ο [[γενετήσιος]], ο [[σεξουαλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γενικός]] <span style="color: red;"><</span> [[γένος]], [[αλλά]] η λ. <i>γενική</i>, που δηλώνει την [[πτώση]], δεν έχει ερμηνευθεί με [[βεβαιότητα]]. Υποστηρίχθηκε ότι ονομάστηκε [[έτσι]] [[γιατί]] ήταν η καθολική [[πτώση]], δεδομένου ότι από τον τ. της γενικής σχηματίζονταν τα παράγωγα. Εξάλλου και για τους στωικούς [[είναι]] η [[πτώση]] που εκφράζει την πιο γενική [[σχέση]]. Κατ' άλλους όμως η λ. συνδέεται με το [[γένος]], [[γιατί]] αυτό δηλώνεται μέσω της γενικής]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[γενικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αφορά ή ανήκει στο [[γένος]] ή που συνοψίζει τα γνωρίσματα όλων τών ειδών που υπάγονται στο [[γένος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η γενική</i><br />η δεύτερη [[πτώση]] τών ονομάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αόριστος]], [[ασαφής]]<br /><b>2.</b> (ως [[βαθμός]] ανώτερων στρατιωτικών, διοικητικών κ.λπ. υπαλλήλων) (και ως ουσ.) ο [[γενικός]]<br />αυτός που έχει την [[εποπτεία]] μιας υπηρεσίας ή εργασίας<br />(αρχ. -μσν.) (για [[λέξη]]) [[περιεκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[προϊστάμενος]] του κρατικού ταμείου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχικός]], [[πρωταρχικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από γένη, οικογένειες («γενικαὶ φυλαί»)<br /><b>3.</b> ο [[γενετήσιος]], ο [[σεξουαλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γενικός]] <span style="color: red;"><</span> [[γένος]], [[αλλά]] η λ. <i>γενική</i>, που δηλώνει την [[πτώση]], δεν έχει ερμηνευθεί με [[βεβαιότητα]]. Υποστηρίχθηκε ότι ονομάστηκε [[έτσι]] [[γιατί]] ήταν η καθολική [[πτώση]], δεδομένου ότι από τον τ. της γενικής σχηματίζονταν τα παράγωγα. Εξάλλου και για τους στωικούς [[είναι]] η [[πτώση]] που εκφράζει την πιο γενική [[σχέση]]. Κατ' άλλους όμως η λ. συνδέεται με το [[γένος]], [[γιατί]] αυτό δηλώνεται μέσω της γενικής]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[generic]]=== | |||
Arabic: إِجْمالِيّ, جامِع, شامِل, شُمُولِيّ, عامّ, عُمُومِيّ, عَمِيم, كُلِّيّ, مُحِيط, مُطْلَق; Bulgarian: обширен, неспецифичен; Catalan: genèric; Dutch: [[generiek]]; Finnish: yleinen, yleis-, geneerinen; French: [[générique]]; Galician: xenérico; Georgian: ზოგადი, საზოგადო, განზოგადებული, საერთო; German: [[allgemein]], [[generisch]], [[typisch]]; Greek: [[γενικός]]; Ido: generala; Indonesian: generik; Norwegian: generisk; Polish: ogólny, pospolity, uogólniony; Portuguese: [[genérico]]; Russian: [[общий]], [[обобщённый]], [[всеобщий]]; Spanish: [[genérico]]; Turkish: genelleyici, kapsamlı | |||
===[[general]]=== | |||
Albanian: përgjithshëm; Arabic: عَامّ; Armenian: ընդհանուր; Asturian: xeneral; Bashkir: дөйөм; Belarusian: агульны; Breton: hollek; Bulgarian: общ, всеобщ; Catalan: general; Chinese Mandarin: 一般, 普通; Czech: všeobecný, obecný; Danish: generel, almindelig; Dutch: [[algemeen]]; Esperanto: ĝenerala; Estonian: üldine; Extremaduran: heneral; Finnish: yleinen; French: [[général]], [[communal]]; Galician: xeral; Georgian: ზოგადი; German: [[allgemein]], [[generell]]; Greek: [[γενικός]]; Hungarian: általános; Ido: generala; Indonesian: menyeluruh, umum; Japanese: 一般, 全般, 普通; Latin: [[generalis]]; Latvian: vispārējs; Lithuanian: bendras; Macedonian: општ; Malay: umum, am; Maori: whānui, matawhānui, tauwhānui; Norwegian: allmenn, generell; Old English: ġemǣne; Polish: ogólny; Portuguese: [[geral]]; Romanian: general, comun; Russian: [[общий]]; Serbo-Croatian Cyrillic: опћѐнит, све̏опћӣ, начелан; Roman: općènit, svȅopćī, náčelan; Slovak: všeobecný; Slovene: splošen; Spanish: [[general]]; Swahili: jumla; Swedish: generell, allmän; Ukrainian: загальний; Volapük: valemik; Zazaki: deg, degme | |||
}} | }} |