μέτρον: Difference between revisions

21,814 bytes added ,  29 December 2022
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μέτρον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μέτρο]].
|mltxt=και [[μέτρος]], το (ΑΜ [[μέτρον]], Μ και [[μέτρο]] και [[μέτρος]])<br /> <b>1.</b> [[καθετί]] που λαμβάνεται ως [[πρότυπο]] σύγκρισης για τον καθορισμό μεγέθους, έκτασης, μήκους, επιφάνειας, όγκου, έντασης ή αξίας άλλων παρομοίων<br /> <b>2.</b> ο [[κανόνας]], η [[βάση]] με την οποία κρίνεται [[κάτι]] («πάντων χρημάτων [[μέτρον]] [[ἄνθρωπος]]» — για όλα τα πράγματα, το [[μέτρο]], η [[βάση]] σύγκρισης [[είναι]] ο [[άνθρωπος]], <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>3.</b> το [[ορθό]] [[μέσο]] [[μεταξύ]] δύο αντιθέτων, η [[αποφυγή]] ακροτήτων, ο [[μέσος]] όρος, η [[συμμετρία]], η ορθή [[αναλογία]] (α. «το [[κρασί]] [[πρέπει]] να πίνεται με [[μέτρο]]» β. «χρὴ κατ' αὐτὸν παντὸς ὁρᾱν [[μέτρον]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /> <b>4.</b> (στη στιχουργική) η [[εναλλαγή]] τονισμένων και άτονων συλλαβών, στη νεοελληνική παραδοσιακή [[ποίηση]], ή [[μακρών]] και βραχειών, στην αρχαία, που δίνει ρυθμό στον ποιητικό στίχο<br /> <b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> τα [[μέτρα]] α) [[διάστημα]] που μετρήθηκε ή μπορεί να μετρηθεί, [[μήκος]], [[μέγεθος]]<br /> β) οι διαστάσεις ενός σώματος ή αντικειμένου («θα πάρω τα [[μέτρα]] του οικοπέδου»)<br /> <b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πάνω]] από το [[μέτρο]]» ή «[[ὑπέρ]] [[μέτρον]]» ή «ἔξω ἀπὸ τὸ [[μέτρο]]» ή «[[δίχως]] [[μέτρον]]» — υπερβολικά<br /> <b>7.</b> <b>(γνωμ.)</b> «(πᾱν) [[μέτρον]] [[ἄριστον]]» — η [[μεσότητα]], η [[αποφυγή]] των [[άκρων]] [[είναι]] το άριστο και ωφελιμότατο από όλα τά πράγματα<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> η βασική [[μονάδα]] του δεκαδικού μετρικού συστήματος, που ισούται [[κατά]] [[προσέγγιση]] με το ένα τεσσαρακοστό εκατομμυριοστό [[τμήμα]] του γήινου μεσημβρινού και η οποία αργότερα είχε οριστεί στο Διεθνές Σύστημα μονάδων ως ίση με 1.650.763,73 μήκη κύματος της πορτοκαλέρυθρης γραμμής του φάσματος του στοιχείου κρυπτόν - 86, ενώ [[σήμερα]], στο ίδιο [[σύστημα]], ορίζεται ως ίση με το [[μήκος]] της διαδρομής που διανύει το φως σε χρόνο 1/299.792.458 δευτερόλεπτα<br /> <b>2.</b> το όργανο για τη [[μέτρηση]] μηκών, το οποίο έχει [[συνήθως]] [[μήκος]] ενός μέτρου<br /> <b>3.</b> <b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] που προσδίδεται σε ένα συγκεκριμένο [[σύνολο]] και τηρεί ορισμένα αξιώματα με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί [[κάποιος]] να βρει το [[μήκος]], σε [[περίπτωση]] τμήματος, το [[εμβαδόν]] σε [[περίπτωση]] ορθογωνίου κ.ά.<br /> <b>4.</b> <b>μουσ.</b> μικρό [[τμήμα]] ενός μουσικού έργου, το οποίο αρχίζει από μια [[θέση]] και τελειώνει [[εκεί]] ακριβώς που εμφανίζεται η επόμενη [[θέση]] και το οποίο στα γραπτά μουσικά [[κείμενα]] βρίσκεται [[ανάμεσα]] σε δύο διαστολές, [[δηλαδή]] σε δύο κάθετες γραμμές του πενταγράμμου<br /> <b>5.</b> [[κάθε]] [[βήμα]] ή [[κίνηση]] του χορευτή σύμφωνα με τον χρόνο της μουσικής που συνοδεύει τον χορό<br /> <b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> τα [[μέτρα]]<br /> το [[σύνολο]] των ενεργειών για την [[επίτευξη]] ορισμένου σκοπού και [[ιδίως]] για [[άμυνα]] ή [[αποτροπή]] κακού, [[πρόνοια]], [[προφύλαξη]] (α. «έπρεπε να πάρω τα [[μέτρα]] μου, όπως μέ είχαν προειδοποιήσει» β. «τα οικονομικά [[μέτρα]] της κυβέρνησης αποδείχθηκαν πολύ σκληρά για τον λαό»)<br /> <b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μέτρα]] και [[σταθμά]]»<br /> <b>μετρολ.</b> το [[σύνολο]] των μονάδων που έχει διαμορφωθεί για τη [[μέτρηση]] μεγεθών<br /> β) «εφαρμόζει δύο [[μέτρα]] και δύο [[σταθμά]]» — μεροληπτεί, [[είναι]] [[αυστηρός]] στους μεν και [[επιεικής]] στους δε<br /> γ) «[[μέτρο]] αριθμού»<br /> <b>μαθημ.</b> η απόλυτη [[τιμή]] ενός πραγματικού ή μιγαδικού αριθμού<br /> δ) «[[μέτρο]] ανά [[δευτερόλεπτο]]» — [[μονάδα]] μέτρησης ταχυτήτων<br /> ε) «[[μέτρο]] ανά [[δευτερόλεπτο]] στο [[τετράγωνο]]» — [[μονάδα]] μέτρησης της επιτάχυνσης<br /> στ) «[[μέτρο]] ελαστικότητας» — [[σταθερά]] της ελαστικότητας ενός σώματος, το αντίστροφο του συντελεστή ελαστικότητας, η οποία εξαρτάται από τη [[φύση]] του σώματος, την προηγούμενη [[κατεργασία]], τη [[θερμοκρασία]] κ.ά.<br /> ζ) «κυβικό [[μέτρο]]» — [[μονάδα]] μέτρησης όγκου η οποία ισοδυναμεί με τον όγκο ενός κύβου που έχει [[πλευρά]] ίση με ένα [[μέτρο]] και συμβολίζεται με m<sup>3</sup><br /> η) «τετραγωνικό [[μέτρο]]» — [[μονάδα]] μέτρησης επιφανειών η οποία ισοδυναμεί με το [[εμβαδόν]] ενός τετραγώνου που έχει [[πλευρά]] ίση με ένα [[μέτρο]] και συμβολίζεται με m<sup>2</sup><br /> θ) «προσωρινά [[μέτρα]]» — [[προσωρινός]] [[διακανονισμός]] διαφοράς ή διασφάλισης δικαιώματος με δικαστική [[επέμβαση]]<br /> ι) «συντηρητικά [[μέτρα]]» ή «προφυλακτικά [[μέτρα]]» — [[μέσα]] που παρέχονται από την [[πολιτική]] [[δικονομία]] για [[εξασφάλιση]] ή [[συντήρηση]] έννομων δικαιωμάτων<br /> ια) «εν τινι μέτρω» — ώς έναν βαθμό, [[κάπως]], μέτρια<br /> ιβ) «του παίρνουν [[μέτρα]]» — [[είναι]] [[ετοιμοθάνατος]]<br /> <b>8.</b> <b>παροιμ.</b> «όποιος περπατά με [[μέτρα]] στέκει [[πάντα]] σαν την [[πέτρα]]» — αυτός που αντιμετωπίζει τα πράγματα με [[σύνεση]] ευδοκιμεί<br /> <b>νεοελλ.-μσν.</b><br /> <b>1.</b> [[υπολογισμός]], [[απαρίθμηση]], [[καταμέτρηση]], [[μέτρημα]] («έκανα [[λάθος]] στα [[μέτρα]]»)<br /> <b>2.</b> [[σκεύος]] ή [[δοχείο]] που χρησιμοποιείται για τη [[μέτρηση]] χωρητικότητας υγρών ή στερεών<br /> <b>3.</b> [[σκέψη]], [[εκτίμηση]] («κι εσύ [[είντα]] [[μέτρος]] ήκαμες σε τούτα και μού λέεις», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /> <b>4.</b> το ανώτατο δυνατό το [[άκρο]] όριο, («αυτό που μου λες υπερβαίνει το [[μέτρο]] των δυνατοτήτων μου»)<br /> <b>5.</b> [[κατάσταση]], [[περίσταση]] («[[ποτέ]] μου δεν το λόγιαζα νά 'ρθω στο [[μέτρος]] τούτο», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /> <b>6.</b> <b>φρ.</b> «με [[μέτρο]]»<br /> i) εμμέτρως<br /> ii) με [[φρόνηση]], με [[περίσκεψη]], [[χωρίς]] [[υπερβολή]], μετρημένα<br /> <b>μσν.</b><br /> <b>1.</b> [[στρατιωτικός]] [[σχηματισμός]], [[παράταξη]]<br /> <b>2.</b> (για εμπορικές συναλλαγές, σε επιρρμ. εκφράσεις) [[συναλλαγή]] με [[μετρητά]]<br /> <b>3.</b> [[τρόπος]] μέτρησης<br /> <b>4.</b> [[αριθμός]], [[πλήθος]]<br /> <b>5.</b> ορισμένη [[ποσότητα]]<br /> <b>6.</b> [[δυναμικότητα]], [[δύναμη]]<br /> <b>7.</b> [[μετριοπαθής]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς<br /> <b>8.</b> κοινωνική [[θέση]]<br /> <b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «ἄνθρωποι (τοῦ) μέτρου»<br /> i) λίγοι, λιγοστοί<br /> ii) [[πάμπολλοι]], αναρίθμητοι<br /> β) «εἰς [[μέτρο]] ψυχές» — σύμφωνα με τον αριθμό των ατόμων<br /> γ) «[[βάνω]] εἰς [[μέτρον]]» — [[προσθέτω]], [[συνυπολογίζω]]<br /> δ) «[[παίρνω]] εἰς τὸ [[μέτρο]]» — [[συγκαταριθμώ]] ε) «δὲν ἔχω [[μέτρον]]» — [[είμαι]] [[αναρίθμητος]]<br /> στ) «μέρες μέτρου» — ορισμένος [[αριθμός]] ημερών<br /> ζ) «εἰς [[μέτρος]]» — υπολογίζοντας τον αριθμό<br /> η) «μέ (τὸ) [[μέτρος]]»<br /> i) σε περιορισμένη [[ποσότητα]], μετρημένα<br /> ii) αναλογικά, σύμφωνα με... iii) με πλήρη [[αντιστοιχία]]<br /> θ) «[[μπαίνω]] εἰς τὸ [[μέτρος]] μέ κάποιον» μετρούμαι με κάποιο [[μέτρο]] συγκρίσεως, συγκρίνομαι με κάποιον, (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> <b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]], η [[διάρκεια]] («[[μέτρα]] βίοιο», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /> <b>2.</b> όριο («[[νῆες]] ἐΰσσελμοι, ὅτ' ἂν ὅρμου [[μέτρον]] ἵκωνται», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>3.</b> [[απόσταση]]<br /> <b>4.</b> [[μονάδα]] χωρητικότητας υγρών και στερεών («[[μέτρον]] γὰρ ἔχων μελτηδέος οίνου», <b>Θέογν.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> (σχετικά με τη [[νεότητα]]) [[ακμή]], [[άνθος]]<br /> <b>2.</b> (σε [[ηθική]] [[έννοια]]) το [[μέγεθος]], το ύψος («ἱμερτῆς σοφίης [[μέτρον]]», Σόλ.)<br /> <b>3.</b> η [[απόσταση]] («ἀπέχει θαλάσσης [[μέτρον]] [[ἑξήκοντα]] σταδίους», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>4.</b> μετριαστική [[δύναμη]] («τὰ μὲν ἴδια δικαστήρια [[ταύτῃ]] πῃ. γιγνόμενα [[μέτρον]] ἂν ἔχοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>5.</b> [[χαλινός]], [[επιστόμιο]]<br /> <b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> η [[θέση]] [[ὅπου]] βρίσκεται [[κάτι]] σχετικά με την [[απόσταση]] από ορισμένα [[σταθερά]] [[σημεία]] («ἄστρων [[μέτρα]]» — οι θέσεις των άστρων στο [[στερέωμα]], <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>7.</b> (στη [[μετρική]]) α) [[καθετί]] που δεν [[είναι]] πεζό, [[ποίημα]]<br /> β) το [[είδος]] του μέτρου του ποιήματος (α. «ἰαμβικόν [[μέτρον]]» β. «τροχαϊκόν [[μέτρον]]»)<br /> γ) ο [[στίχος]]<br /> δ) η [[συζυγία]], [[δηλαδή]] η [[διποδία]] ορισμένων μέτρων, όπως π.χ. του ιαμβικού<br /> ε) ο [[πους]]<br /> στ) ο [[χρόνος]]<br /> <b>8.</b> (η δοτ. εν. ως επίρρ.) <i>μέτρῳ</i> ή τῷ <i>μέτρῳ</i><br /> [[μετρίως]], με [[μέτρο]]<br /> <b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ τῶν ἴσων μέτρων ὁρμῶμαι»<br /> (για ποταμό) [[πηγάζω]] από [[σημείο]] που απέχει ίσα από τις εκβολές, όσο και...<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>μέ</i>-<i>τρον</i> ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>m</i><i>ә</i><sub>1</sub> της μακρόφωνης ΙΕ ρίζας <i>m</i><i>ē</i> «[[μετρώ]], [[χαράζω]], [[ορίζω]]» που εμφανίζεται στη λ. [[μήτρα]] (ΙΙ) «[[κτηματολόγιο]]» ([[πρβλ]]. <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i>: <i>θε</i>-<i>τός</i>) με [[επίθημα]] -<i>τρον</i> ([[πρβλ]]. [[κάλυπτρον]], [[φύλακτρον]]) και συνδέεται με <i>mettam</i> «[[μέτρο]]» (<span style="color: red;"><</span> αρχ. ινδ. <i>mitram</i> «όριο, [[μέτρο]]»). Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>med</i>-<i>trom</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>med</i>- «[[μετρώ]]», [[πρβλ]]. [[μέδιμνος]]) θεωρείται αβάσιμη, μια και ο τ. <i>med</i>-<i>trom</i> θα έδινε τ. <i>μέστρον</i>. Η λ. [[μέτρο]] στον πληθ. «[[σύνολο]] ενεργειών για την [[επίτευξη]] ορισμένου σκοπού», λ.χ., [[μέτρα]] ασφάλειας κ.λπ., [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. των γαλλ. <i>prendre de mesures</i>, <i>mesures conservatoire</i> κ.λπ. και μαρτυρείται από το 1824 στην [[εφημερίδα]] <i>Ελληνικά Χρονικά</i>. Τη λ. δανείστηκε η λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>metrum</i>) και από αυτήν οι άλλες ξένες γλώσσες ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>metre</i>, αγγλ. <i>meter</i> και τα σύνθ. <i>diametre</i>, <i>geometre</i>). Η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τις μορφές: α) -<i>μετρον</i>, στην οποία εντάσσονται νεοελλ. αντιδάνειες λέξεις [[είτε]] και στα δύο συνθετικά τους (<i>ανεμό</i>-<i>μετρο</i>, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>anemo</i>-<i>metre</i><br /> <i>βαρό</i>-<i>μετρο</i>, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>baro</i>-<i>metre</i><br /> <i>θερμό</i>-<i>μετρο</i>, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>thermo</i>-<i>metre</i>) [[είτε]] μόνο στο β' συνθετικό τους (<i>οινοπνευματό</i>-<i>μετρο</i>, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>alcoo</i>-<i>metre</i><br /> <i>ηχό</i>-<i>μετρο</i>, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>sono</i>-<i>metre</i>). Επίσης, στην [[κατηγορία]] αυτή ανήκει μια [[σειρά]] ξεν. όρων που έχουν εισαχθεί στην ελλ. ως αντιδάνειοι και αναφέρονται στο δεκαδικό μετρικό [[σύστημα]] (<i>μεγά</i>-<i>μετρο</i>, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>mega</i>-<i>metre</i>). β) -[[μέτρος]] και γ) -<i>μέτρης</i> (<b>βλ.</b> και λ. -<i>μετρία</i>).<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μετρικός]], [[μέτριος]], [[μετρώ]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[μετρήδην]], [[μετρηδόν]], [[μετρίον]]<br /> <b>μσν.</b><br /> <i>μετριώ</i>, [[μετροσύνη]].Σύνθ. με α' συνθετικό <i>μετρο</i>-: [[μετρολογία]], [[μετρονόμος]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[μετροειδής]], [[μετροποιός]]<br /> <b>μσν.</b><br /> [[μετρόκροτος]], [[μετρολογώ]], [[μετροσύνθετος]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[μετρογραφία]], [[μετροδείκτης]], [[μετροδίκτυα]], [[μετροεικόνα]], [[μετρολόγος]], [[μετρομανής]], [[μετροταινία]], [[μετροτράπεζα]], [[μετροφυλλώ]], [[μετροφωτογραφία]], [[μετροφωτοθάλαμος]], [[μετροφωτομηχανή]].Σύνθ. με β' συνθετικό -<i>μετρο</i>(<i>ν</i>): <i>επίμετρον</i>, <i>ημίμετρον</i>, <i>οδόμετρον</i>, [[περίμετρον]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <i>απόμετρον</i>, [[διάμετρον]], [[δικαιόμετρον]], <i>ενδεκάμετρον</i>, <i>πρόμετρον</i>, [[σιτόμετρον]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <i>αεριόμετρο</i>, <i>αζωτόμετρο</i>, <i>αισθησιόμετρο</i>, [[ακτινόμετρο]], <i>αλατόμετρο</i>, [[αλευρόμετρο]], [[αμπερόμετρο]], <i>ανεμόμετρο</i>, [[αντίμετρο]], <i>αξονόμετρο</i>, <i>αποστασιόμετρο</i>, [[αραιόμετρο]], <i>ατμόμετρο</i>, [[αυξησίμετρο]], [[βαθύμετρο]], [[βαρόμετρο]], [[βλακόμετρο]], <i>βολτάμετρο</i>, <i>βολτόμετρο</i>, [[βροχόμετρο]], [[γαλακτόμετρο]], <i>γαλβανόμετρο</i>, <i>γλυκόμετρο</i>, <i>γωνιόμετρο</i>, [[διαθλασίμετρο]], [[διαστημόμετρο]], <i>δίμετρο</i>, [[δρομόμετρο]], [[δυναμόμετρο]], [[εκατόμετρο]], [[εκατοστόμετρο]], [[ελαιόμετρο]], [[εμβαδόμετρο]], <i>επιπεδόμετρο</i>, [[ζυμόμετρο]], [[ηλιόμετρο]], [[ηχόμετρο]], [[θερμιδόμετρο]], [[θερμόμετρο]], [[ιππόμετρο]], [[καμπυλόμετρο]], [[κλισίμετρο]], [[κλωστόμετρο]], [[κρανιόμετρο]], [[κυβόμετρο]], [[κυκλόμετρο]], [[κυματόμετρο]], [[κυτταρόμετρο]], [[μαγνητόμετρο]], [[μανόμετρο]], [[μεγάμετρο]], <i>μικροβιόμετρο</i>, <i>μιλίμετρο</i>, [[μνημόμετρο]], [[μυριάμετρο]], [[ογκόμετρο]], [[οινόμετρο]], <i>οινοπνευματόμετρο</i>, [[οξύμετρο]], [[οπτικόμετρο]], <i>οργανόμετρο</i>, [[οσμόμετρο]], [[ουρόμετρο]], [[παλιρροιόμετρο]], [[πλημμυρόμετρο]], [[ποταμόμετρο]], [[προσωπόμετρο]], [[πυκνόμετρο]], [[πυρόμετρο]], [[ρυθμόμετρο]], [[σεισμόμετρο]], [[σταγονόμετρο]], [[σταδιόμετρο]], [[σταλαγμόμετρο]], [[στιγμόμετρο]], [[στιχόμετρο]], [[στροφόμετρο]], [[συχνόμετρο]], [[σφαιρόμετρο]], [[σφυγμόμετρο]], [[ταξίμετρο]], [[ταχόμετρο]], [[ταχύμετρο]], <i>τετράμετρο</i>, [[τηλέμετρο]], [[υγρόμετρο]], [[υδατόμετρο]], [[υποδεκάμετρο]], [[υψόμετρο]], [[φακόμετρο]], [[φασεόμετρο]], [[φωνόμετρο]], [[φωτόμετρο]], [[χιλιόμετρο]], [[χιλιοστόμετρο]], [[χιονόμετρο]], [[χρονόμετρο]], <i>χρωματόμετρο</i>, [[χρωμόμετρο]], [[ψυχρόμετρο]], [[ωμόμετρο]].Σύνθ. με β' συνθετικό -<i>μέτρης</i>: [[γεωμέτρης]], [[χωρομέτρης]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <i>αστρολογομέτρης</i>, [[βουμέτρης]], [[βυσσομέτρης]], [[γαιομέτρης]], [[θαλασσοδομέτρης]], [[κρουσιμέτρης]], [[ξυλομέτρης]], [[προμέτρης]], [[πυρομέτρης]], [[σιτομέτρης]], [[στερεομέτρης]], [[σχοινομέτρης]], [[φιλογεωμέτρης]], [[χοινικομέτρης]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <i>αεριομέτρης</i>, <i>αερομέτρης</i>, [[ακριβομέτρης]], [[ορομέτρης]], [[χρονομέτρης]].Σύνθ. με β' συνθετικό -[[μέτρος]]: [[άμετρος]], [[ανισόμετρος]], [[ασύμμετρος]], [[δεκάμετρος]], [[διάμετρος]], [[δίμετρος]], [[έμμετρος]], [[εξάμετρος]], [[ισόμετρος]], [[ισοπερίμετρος]], [[μονόμετρος]], [[πεντάμετρος]], [[περίμετρος]], [[σύμμετρος]], [[τετράμετρος]], [[τρίμετρος]], [[υπέρμετρος]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <i>αυτόμετρος</i>, <i>αυτοσύμμετρος</i>, [[βραχύμετρος]], [[διχάμετρος]], <i>εικοσίμετρος</i>, [[έκμετρος]], <i>έξμετρος</i>, [[επτάμετρος]], [[ετερόμετρος]], [[εύμετρος]], [[κακόμετρος]], <i>κοντάμετρος</i>, <i>οδόμετρος</i>, [[οκτάμετρος]], [[ομοιόμετρος]], [[πάμμετρος]], [[πολύμετρος]], [[πρόμετρος]], [[σιτόμετρος]], [[τανύμετρος]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[ημιδιάμετρος]], [[παράμετρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[measure]], [[the right]], [[full measure]], [[goal]], [[length]], [[size]], [[syllable- or verse-measure]] (Il.).<br />Compounds: Many compp., e.g. [[σύμμετρος]] [[with the same measure]], [[maesured]], [[becoming]], [[symmetrical]] with <b class="b3">συμμετρ-ία</b> [[harmony]], [[symmetry]] a. o. (IA.); <b class="b3">περί-μετρος</b> <b class="b2">exceeding (the measure)</b> (Od.); but <b class="b3">περί-μετρον</b> (Hdt., Arist.), <b class="b3">-ος</b> (''[[sc.]]'' [[γραμμή]]) f. [[circumference]], [[extent]] after [[περίοδος]] a. o. with verbal association (<b class="b3">περι-μετρέω</b> Luc.), s. Risch IF 59, 252.<br />Derivatives: Adj. 1. [[μέτριος]] [[moderate]], [[suitable]] (Hes.) with <b class="b3">μετρι-ότης</b> [[moderation]] (IA.), <b class="b3">-οσύνη</b> [[poverty]] (pap. VIp), <b class="b3">-ακός</b> [[moderate]] (pap. VIp), <b class="b3">-άζω</b> [[be moderate]] (Att. hell.) with <b class="b3">-ασμός</b> (Suid.); [[μετριεύεται]] H. s. <b class="b3">λαγαρίτ-τεται</b>. 2. [[μετρικός]] [[metrical]], [[acc. to measure]] (Arist.). 3. Adv. [[μετρηδόν]] [[in metrical form]] (Nonn.). 4. Verb: [[μετρέω]], very often with prefix, e.g. <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">δια-</b>, <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">συν-</b>, [[measure]], [[measure (off)]], [[estimate etc.]] (Hom.); from this (often with prefix) <b class="b3">μέτρ-ησις</b> [[measurement]] (IA.)., <b class="b3">-ημα</b> [[measure]] (E., hell.), <b class="b3">-ητής</b> m. "measurer", name of a measure, [[metretes]] (Att.; Fraenkel Nom. ag. 1, 233), <b class="b3">-ητίς</b> f. <b class="b2">id.</b> (Amorgos IVa), <b class="b3">-ητιαῖος</b> <b class="b2">sticking to a μ.</b> (Karyanda), <b class="b3">-ητικός</b> [[regarding measurement]] (Pl.). As 2. member in several verbal cornpp., e.g. <b class="b3">γεω-μέτρης</b> m. [[land-]], [[fieldmeasurer]], [[geometrist]] (Pl., X.) with <b class="b3">γεωμετρ-ία</b>, Ion. <b class="b3">-ίη</b> (Hdt., Ar.; also compound of <b class="b3">γῆν μετρεῖν</b>?), <b class="b3">-ικός</b> (Democr., Pl.), <b class="b3">-έω</b> (Att.), <b class="b3">βου-μέτρης</b> "cowmeasurer" = <b class="b3">ὁ ἐπι θυσιῶν τεταγμένος παρὰ Αἰτωλοῖς</b> H.; cf. E. Kretschmer Glotta 18, 86. -- Backformations like [[διάμετρος]] (''[[sc.]]'' [[γραμμή]]) f. [[diameter]], [[diagonal etc.]] (Pl., Arist.), [[ἐπίμετρον]] [[excess]], [[addition]] (hell.).<br />Origin: IE [Indo-European] [703] <b class="b2">*meh₁-</b> [[measure]]<br />Etymology: Beside [[μέτρον]] we have with the same suffix but diff. ablaut [[μήτρα]] f. <b class="b2">landmeasure etc.</b> (Cilicia), <b class="b3">ἐρεσι-μήτρην την γεωμετρίαν</b> H. (s. [[ἔρα]]), which agrees exactly with Skt. <b class="b2">mā́trā</b> f. [[measure]] and goes back on an athematic present, Skt. <b class="b2">mā́-ti</b> [[measure]] (< IE <b class="b2">*meh₁-ti</b>). The shortness of the [[ε]] in [[μέτρον]] as opposed to Skt. <b class="b2">mā́tram</b> n. <b class="b2">id.</b> [[finds however no agreement outside Greek]]; one might think of a thematic vowel after zero grade root <b class="b3">μ-έ-τρον</b> (Brugmann, e.g. Grundr.2 II: 1, 342); a reduced grade of IE <b class="b2">*meh₁--</b> (as <b class="b3">θέ-(σις</b>) from <b class="b3">θη-</b>) is difficult: it would require <b class="b2">*mh₁tr-</b> to become (*)<b class="b3">μετρ-</b> and not rather <b class="b2">*m̥h₁tr-</b> > <b class="b3">μητρ-</b>; in the latter case Prakr. [[mettam]] n. [[measure]] from Skt. <b class="b2">*mitram</b> (innovated after [[mi-ta-]]?) would give a direct parallel (note that [[mh₁etr-]] might rather have givem <b class="b2">*m̥h₁etr-</b> > <b class="b3">*αμετρ-</b>); the question has not been solved yet, Beekes Laryngeals 183. I now think that at the beginning of the word the <b class="b2">*m-</b> could have remained consonantal. A derivation IE <b class="b2">*méd-tro-m</b> from <b class="b2">*med-</b> [[measure]] (not here [[μέδιμνος]], s.v., with de Saussure MSL 6, 246ff.) would have given <b class="b3">*μέστρον</b>. -- An other derivation of the same verb is [[μῆτις]], s. v.
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[measure]], [[the right]], [[full measure]], [[goal]], [[length]], [[size]], [[syllable]]- or [[verse]]-[[measure]] (Il.).<br />Compounds: Many compp., e.g. [[σύμμετρος]] [[with the same measure]], [[maesured]], [[becoming]], [[symmetrical]] with [[συμμετρία]] [[harmony]], [[symmetry]] a. o. (IA.); [[περίμετρος]] [[exceeding]] (the [[measure]]) (Od.); but [[περίμετρον]] (Hdt., Arist.), [[περίμετρος]] (''[[sc.]]'' [[γραμμή]]) f. [[circumference]], [[extent]] after [[περίοδος]] a. o. with verbal association ([[περιμετρέω]] Luc.), s. Risch IF 59, 252.<br />Derivatives: Adj. 1. [[μέτριος]] [[moderate]], [[suitable]] (Hes.) with [[μετριότης]] [[moderation]] (IA.), [[μετριοσύνη]] [[poverty]] (pap. VIp), [[μετριακός]] [[moderate]] (pap. VIp), [[μετριάζω]] [[be moderate]] (Att. hell.) with [[μετριασμός]] (Suid.); [[μετριεύεται]] H. s. [[λαγαρίττεται]]. 2. [[μετρικός]] [[metrical]], acc. to [[measure]] (Arist.). 3. Adv. [[μετρηδόν]] [[in metrical form]] (Nonn.). 4. Verb: [[μετρέω]], very often with prefix, e.g. [[ἀναμετρέω]], [[διαμετρέω]], [[ἐπιμετρέω]], [[ἐκμετρέω]], [[ἀπομετρέω]], [[συμμετρέω]], [[measure]], [[measure off]], [[estimate]] etc. (Hom.); from this (often with prefix) [[μέτρησις]] [[measurement]] (IA.)., [[μέτρημα]] [[measure]] (E., hell.), [[μετρητής]] m. "[[measurer]]", name of a measure, [[metretes]] (Att.; Fraenkel Nom. ag. 1, 233), [[μετρητίς]] f. [[id.]] (Amorgos IVa), [[μετρητιαῖος]] [[sticking to a μ.]] (Karyanda), [[μετρητικός]] [[regarding measurement]] (Pl.). As 2. member in several verbal cornpp., e.g. [[γεωμέτρης]] m. [[land-measurer]], [[field measurer]], [[geometrist]] (Pl., X.) with [[γεωμετρία]], Ion. [[γεωμετρίη]] (Hdt., Ar.; also compound of [[γῆν μετρεῖν]]?), [[γεωμετρικός]] (Democr., Pl.), [[γεωμετρέω]] (Att.), [[βουμέτρης]] "[[cow measurer]]" = ὁ ἐπι θυσιῶν τεταγμένος παρὰ Αἰτωλοῖς H.; cf. E. Kretschmer Glotta 18, 86. -- Backformations like [[διάμετρος]] (''[[sc.]]'' [[γραμμή]]) f. [[diameter]], [[diagonal etc.]] (Pl., Arist.), [[ἐπίμετρον]] [[excess]], [[addition]] (hell.).<br />Origin: IE [Indo-European] [703] <b class="b2">*meh₁-</b> [[measure]]<br />Etymology: Beside [[μέτρον]] we have with the same suffix but diff. ablaut [[μήτρα]] f. [[landmeasure etc.]] (Cilicia), [[ἐρεσιμήτρην την γεωμετρίαν]] H. (s. [[ἔρα]]), which agrees exactly with Skt. mā́trā f. [[measure]] and goes back on an athematic present, Skt. mā́ti [[measure]] (< IE <b class="b2">*meh₁-ti</b>). The shortness of the ε in [[μέτρον]] as opposed to Skt. mā́tram n. [[id.]] [[finds however no agreement outside Greek]]; one might think of a thematic vowel after zero grade root [[μέτρον]] (Brugmann, e.g. Grundr.2 II: 1, 342); a reduced grade of IE <b class="b2">*meh₁--</b> (as θέ-(σις) from [[θη-]]) is difficult: it would require <b class="b2">*mh₁tr-</b> to become (*)[[μετρ-]] and not rather <b class="b2">*m̥h₁tr-</b> > μητρ-; in the latter case Prakr. mettam n. [[measure]] from Skt. <b class="b2">*mitram</b> (innovated after [[mi-ta-]]?) would give a direct parallel (note that mh₁etr- might rather have givem <b class="b2">*m̥h₁etr-</b> > <b class="b3">*αμετρ-</b>); the question has not been solved yet, Beekes Laryngeals 183. I now think that at the beginning of the word the <b class="b2">*m-</b> could have remained consonantal. A derivation IE <b class="b2">*méd-tro-m</b> from <b class="b2">*med-</b> [[measure]] (not here [[μέδιμνος]], s.v., with de Saussure MSL 6, 246ff.) would have given <b class="b3">*μέστρον</b>. -- An other derivation of the same verb is [[μῆτις]], s. v.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj