3,277,020
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qu'on ne peut sauver.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σῴζω]]. | |btext=ος, ον :<br />][[qu'on ne peut sauver]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σῴζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ανέσωστος]] και [[άσωτος]], -η, -ο (AM [[ἄσωστος]], -ον) [[σώζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, [[ανεξάντλητος]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> [[ελλιπής]], [[ασυμπλήρωτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] διασωθεί<br /><b>4.</b> αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει [[κανείς]], [[απλησίαστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, [[αθεράπευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο. | |mltxt=και [[ανέσωστος]] και [[άσωτος]], -η, -ο (AM [[ἄσωστος]], -ον) [[σώζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, [[ανεξάντλητος]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> [[ελλιπής]], [[ασυμπλήρωτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] διασωθεί<br /><b>4.</b> αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει [[κανείς]], [[απλησίαστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, [[αθεράπευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο. | ||
}} | }} |