σχετλιαστικός: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schetliastikos
|Transliteration C=schetliastikos
|Beta Code=sxetliastiko/s
|Beta Code=sxetliastiko/s
|Definition=ή, όν, [[expressive of anger]], [[with complaint]], [[that indicates irritation]], [[that indicates anger]], A.D.''Pron.''34.30, al.; ἔννοια Hermog.''Id.''2.7; σχήματα Aps.''Rh.''p.333 H.; [[ἐπίρρημα]] Sch.Ar.''Nu.''1. [[σχετλιαστικῶς]] = [[with sharp complaint]], Bas. Is. 83.
|Definition=ή, όν, [[expressive of anger]], [[with complaint]], [[that indicates irritation]], [[that indicates anger]], A.D.''Pron.''34.30, al.; [[ἔννοια]] Hermog.''Id.''2.7; [[σχήμα]]τα Aps.''Rh.''p.333 H.; [[ἐπίρρημα]] Sch.Ar.''Nu.''1. [[σχετλιαστικῶς]] = [[with sharp complaint]], Bas. ''Is''. 83.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1055.png Seite 1055]] zum Klagen, Jammern, Zürnen gehörig, geneigt; τὰ σχετλιαστικά, die Interjectionen, die Unwillen ausdrücken, Gramm., z. B. Schol. Ar. Nubb. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1055.png Seite 1055]] zum Klagen, Jammern, Zürnen gehörig, geneigt; [[τὰ σχετλιαστικά]], [[die Interjectionen]], [[die Unwillen ausdrücken]], Gramm., z. B. Schol. Ar. Nubb. 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχετλιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκφράζων σχετλιασμόν, ἀγανάκτησιν, κλπ., [[ἐπίρρημα]] Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1.
|lstext='''σχετλιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκφράζων [[σχετλιασμός|σχετλιασμόν]], ἀγανάκτησιν, κλπ., [[ἐπίρρημα]] Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό/ [[σχετλιαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σχετλιάζω]]<br />αυτός που εκφράζει ή δηλώνει σχετλιασμό, [[παράπονο]] ή [[αγανάκτηση]] και [[οργή]] («σχετλιαστικά επιφωνήματα» — τα επιφωνήματα που δηλώνουν [[οδύνη]] ή [[αγανάκτηση]] όπως [[οἴμοι]], <i>φεῡ</i>, [[αλίμονο]], <i>αχ</i>, <i>πω πω</i> <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχετλιαστικώς</i> / <i>σχετλιαστικῶς</i> ΝΜ, και <i>σχετλιαστικά</i> Ν<br />με σχετλιαστικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό/ [[σχετλιαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σχετλιάζω]]<br />αυτός που εκφράζει ή δηλώνει σχετλιασμό, [[παράπονο]] ή [[αγανάκτηση]] και [[οργή]] («σχετλιαστικά επιφωνήματα» — τα επιφωνήματα που δηλώνουν [[οδύνη]] ή [[αγανάκτηση]] όπως [[οἴμοι]], <i>φεῡ</i>, [[αλίμονο]], <i>αχ</i>, <i>πω πω</i> <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχετλιαστικώς</i> / <i>σχετλιαστικῶς</i> ΝΜ, και <i>σχετλιαστικά</i> Ν<br />με σχετλιαστικό τρόπο.
}}
}}