Συρακόσιος: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[Συρακόσιος]], -α, -ο / [[Συρακόσιος]] και [[Συρακούσιος]], Συρακουσία, Συρακούσιον, ΝΜΑ, και ως ουσ. [[Συρακοσεύς]], Συρακοσέως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. [[Συρηκόσιος]] και [[Συρηκούσιος]] και [[Συρρακούσιος]], Συρρακουσία, Συρρακούσιον και τ. θηλ. [[Συρακοσσίς]] Α<br />[[Συράκουσαι]] / <i>[[Συράκοσαι]]</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατάγεται από την [[παραπάνω]] νήσο της [[Σικελία]]ς<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο Συρακουσιος</i> και <i>η Συρακουσια</i> ή <i>[[Συρακουσία]]</i><br /><i>ο</i> [[κάτοικος]] τών Συρακουσών ή αυτός που κατάγεται από τις [[Συρακούσες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[Συρακουσία]]</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Συρακουσών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[Συρακοσσίς]]</i><br />η [[γλώσσα]] τών Συρακουσίων<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[Συρακοσία τράπεζα]]» — πολυτελές [[γεύμα]] (<b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=και [[Συρακόσιος]], -α, -ο / [[Συρακόσιος]] και [[Συρακούσιος]], Συρακουσία, Συρακούσιον, ΝΜΑ, και ως ουσ. [[Συρακοσεύς]], Συρακοσέως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. [[Συρηκόσιος]] και [[Συρηκούσιος]] και [[Συρρακούσιος]], Συρρακουσία, Συρρακούσιον και τ. θηλ. [[Συρακοσσίς]] Α<br />[[Συράκουσαι]] / <i>[[Συράκοσαι]]</i><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατάγεται από την [[παραπάνω]] νήσο της [[Σικελία]]ς<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο Συρακουσιος</i> και <i>η Συρακουσια</i> ή <i>[[Συρακουσία]]</i><br /><i>ο</i> [[κάτοικος]] τών Συρακουσών ή αυτός που κατάγεται από τις [[Συρακούσες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[Συρακουσία]]</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Συρακουσών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[Συρακοσσίς]]</i><br />η [[γλώσσα]] τών Συρακουσίων<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[Συρακοσία τράπεζα]]» — πολυτελές [[γεύμα]] (<b>Πλάτ.</b>).
}}
}}