πατάνη: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> η [[καραβάνα]] τών ναυτών [[κατά]] τα παλαιότερα [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ρηχού πιάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια [[σειρά]] λέξεων που δηλώνουν όργανο, [[σκεύος]], με [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λεκ</i>-<i>άνη</i>, <i>χο</i>-<i>άνη</i>, <i>σκαπ</i>-<i>άνη</i>) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. <i>patera</i>. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η [[σχέση]] τών δύο τ. [[είναι]] [[σχέση]] δανείου (δηλ. το λατ. <i>patera</i> να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του <i>patina</i>, που [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε [[κοινή]] ΙΕ [[ρίζα]] (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>pattar</i> «[[καλάθι]] στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. [[πατάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πετάνᾱ</i>) συνδέεται με το θ. του [[πετάννυμι]], [[άποψη]] [[ωστόσο]] που δεν ικανοποιεί [[ούτε]] μορφολογικά [[ούτε]] σημασιολογικά. Η ύπαρξη, [[τέλος]], του σικελ. τ. [[βατάνη]] μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένη [[λέξη]]].
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> η [[καραβάνα]] τών ναυτών [[κατά]] τα παλαιότερα [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ρηχού πιάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια [[σειρά]] λέξεων που δηλώνουν όργανο, [[σκεύος]], με [[επίθημα]] -<i>άνη</i> ([[πρβλ]]. [[λεκάνη]], [[χοάνη]], [[σκαπάνη]]) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. <i>patera</i>. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η [[σχέση]] τών δύο τ. [[είναι]] [[σχέση]] δανείου (δηλ. το λατ. <i>patera</i> να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του <i>patina</i>, που [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε [[κοινή]] ΙΕ [[ρίζα]] (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>pattar</i> «[[καλάθι]] στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. [[πατάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πετάνᾱ</i>) συνδέεται με το θ. του [[πετάννυμι]], [[άποψη]] [[ωστόσο]] που δεν ικανοποιεί [[ούτε]] μορφολογικά [[ούτε]] σημασιολογικά. Η ύπαρξη, [[τέλος]], του σικελ. τ. [[βατάνη]] μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένη [[λέξη]]].
}}
}}
{{etym
{{etym