3,243,923
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, | |mltxt=φθορέας, ο / [[φθορεύς]], -έως, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει σταδιακή [[καταστροφή]]<br /><b>2.</b> [[διαφθορέας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αερον.)</b> μικρή στενή [[πλάκα]] ή [[σειρά]] από πλάκες ή [[άλλη]] [[διάταξη]] που προεξέχει από την [[επάνω]] [[επιφάνεια]] της πτέρυγας ή από την άτρακτο αεροπλάνου και η οποία χρησιμεύει για να αυξάνει την [[οπισθέλκουσα]], υποβοηθώντας [[έτσι]] την [[επιβράδυνση]] του αεροπλάνου, αλλ. [[αερόφρενο]] ή [[αεροπέδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] (ή [[φθόρος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>). | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |