3,274,873
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><i>litt.</i> qui l'emporte, <i>d'où</i> [[plus fort]], [[plus brave]], [[meilleur]] ; avec un gén. : παῖδα φέρτερον πατρός ESCHL enfant meilleur que son père ; [[πολὺ φέρτερόν ἐστιν]] inf. OD [[il vaut beaucoup mieux]].<br />'''Étymologie:''' v. [[φέρτερος]]. | |btext=α, ον :<br /><i>litt.</i> qui l'emporte, <i>d'où</i> [[plus fort]], [[plus brave]], [[meilleur]] ; avec un gén. : παῖδα φέρτερον πατρός ESCHL enfant meilleur que son père ; [[πολὺ φέρτερόν ἐστιν]] inf. OD [[il vaut beaucoup mieux]].<br />'''Étymologie:''' v. [[φέρτερος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φέρτερος:''' [[φέρω]] - compar. без posit.] [[лучший]], [[более сильный]] (βίῃ καὶ [[χερσί]] Hom.): φ. νοῆσαι Hom. более сильный разумом; φ. τινος Pind., Aesch.; [[сильнее]] (лучше, выше) кого(чего)-л.; εἰς τὸ [[φέρτερον]] τιθέναι τι Eur. считать или делать что-л. лучшим. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 13: | Line 16: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έρα, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (επίθ. συγκριτ. βαθμού)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) γενναιότερος ή [[ανώτερος]] σε μια ιεραρχική [[τάξη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[καλύτερος]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. του ουδ. ως επίρρ.) φέρτερον<br />καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «φέρτερόν ἐστι» — [[είναι]] καλύτερο, συμφερότερο (<b>Ομ. Ιλ.</b> και <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα επίθ. φέρ-τερος και φέρ-τατος έχουν σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] bher- του ρ. [[φέρω]] με τις κατάλ. -τερος και -τατος του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού, αντίστοιχα (<b>πρβλ.</b> βέλ-τερος / -τατος, δεύ-τερος / -τατος, φίλ-τερος / -τατος). Τα επίθ. [[φέρτερος]], [[φέρτατος]] [[καθώς]] και ο [[συγγενής]] τ. [[φέριστος]] αναφέρονται [[κυρίως]] σε πρόσωπα και [[σπανίως]] σε πράγματα και εκφράζουν την [[έννοια]] της υπεροχής σε [[σχέση]] με τους άλλους σε διάφορους τομείς, όπως σωματική [[δύναμη]], [[γενναιότητα]], ικανότητες, [[αρετή]], [[θέση]] [[μέσα]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]], σημασίες που μπορούν να ερμηνευθούν από την κύρια σημ. του ρ. [[φέρω]] «[[μεταφέρω]], [[παίρνω]] [[μαζί]] μου» [[αλλά]] και από ειδικότερες σημ. του ρ. όπως: «[[εκλέγω]], [[προτιμώ]]» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του τ. φέρτερον «καλύτερα»), «[[παίρνω]] [[βραβείο]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. [[ἄεθλον]] φέρεσθαι), «[[πλεονεκτώ]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. φέρειν [[κράτος]]), «[[υπομένω]] [[δυστυχία]]» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. της φρ. κακῶν φέρτατον «η λιγότερο δυσάρεστη [[μεταξύ]] δύο αρνητικών καταστάσεων»)]. | |mltxt=-έρα, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (επίθ. συγκριτ. βαθμού)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) γενναιότερος ή [[ανώτερος]] σε μια ιεραρχική [[τάξη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[καλύτερος]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. του ουδ. ως επίρρ.) φέρτερον<br />καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «φέρτερόν ἐστι» — [[είναι]] καλύτερο, συμφερότερο (<b>Ομ. Ιλ.</b> και <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα επίθ. φέρ-τερος και φέρ-τατος έχουν σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] bher- του ρ. [[φέρω]] με τις κατάλ. -τερος και -τατος του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού, αντίστοιχα (<b>πρβλ.</b> βέλ-τερος / -τατος, δεύ-τερος / -τατος, φίλ-τερος / -τατος). Τα επίθ. [[φέρτερος]], [[φέρτατος]] [[καθώς]] και ο [[συγγενής]] τ. [[φέριστος]] αναφέρονται [[κυρίως]] σε πρόσωπα και [[σπανίως]] σε πράγματα και εκφράζουν την [[έννοια]] της υπεροχής σε [[σχέση]] με τους άλλους σε διάφορους τομείς, όπως σωματική [[δύναμη]], [[γενναιότητα]], ικανότητες, [[αρετή]], [[θέση]] [[μέσα]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]], σημασίες που μπορούν να ερμηνευθούν από την κύρια σημ. του ρ. [[φέρω]] «[[μεταφέρω]], [[παίρνω]] [[μαζί]] μου» [[αλλά]] και από ειδικότερες σημ. του ρ. όπως: «[[εκλέγω]], [[προτιμώ]]» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του τ. φέρτερον «καλύτερα»), «[[παίρνω]] [[βραβείο]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. [[ἄεθλον]] φέρεσθαι), «[[πλεονεκτώ]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. φέρειν [[κράτος]]), «[[υπομένω]] [[δυστυχία]]» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. της φρ. κακῶν φέρτατον «η λιγότερο δυσάρεστη [[μεταξύ]] δύο αρνητικών καταστάσεων»)]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |