| |Definition=([[μύω]], [[quod vide|q.v.]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[initiate into the mysteries]], μυῶν… ἄλλους ξένους <span class="bibl">And.1.132</span>, cf. <span class="title">IG</span>12.6.113; ἐκ τοῦ μυεῖν καὶ ἐποπτεύειν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>333e</span>, cf. <span class="bibl">D.59.21</span>; ἐμύησε καὶ μυεῖ τοὺς Ἕλληνας Plu.2.607b: c. acc. cogn., ξένους ἐμύει θεούς <span class="bibl">J.<span class="title">Ap.</span>2.37</span>:—more freq. in Pass., to [[be initiated]], ὁ βουλόμενος μυεῖται <span class="bibl">Hdt.8.65</span>; ὅσοι μεμυήμεθα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>456</span>; <b class="b3">οἱ μεμυημένοι</b> ib.<span class="bibl">158</span>, <span class="bibl">And.1.28</span>; δεῖ γὰρ μυηθῆναί με πρὶν τεθνηκέναι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 375</span>; <b class="b3">μυηθῆναι ἀφ' ἑστίας</b>, v. [[ἑστία; τοῦ ἀφ' ἑστίας μυουμένου]] prob. in <span class="title">IG</span>12.6.108; μυηθεῖσαν ἀφ' ἑστίας <span class="title">SIG</span>853 (Eleusis, i A. D.); θεοπρόποι ἦλθον... οἵτινες μυηθέντες ἐνεβάτευσαν <span class="title">OGI</span>530.15 (Notium, ii A. D.): c. acc. cogn., to [[be initiated in]] a thing, τὰ μυστήρια μυεῦνται <span class="bibl">Heraclit. 14</span>; <b class="b3">ὅστις τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται</b> in the mysteries of the Cabiri, <span class="bibl">Hdt.2.51</span>; <b class="b3">τὰ μεγάλα</b> (''[[sc.]]'' [[μυστήρια]]) μεμύησαι, πρὶν τὰ σμικρά <span class="bibl">Pl. <span class="title">Grg.</span>497c</span>; τὰ ἐρωτικὰ μυηθῆναι <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>209e</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Phdr.</span>250c</span>; τὰ λεοντικὰ μ. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>15</span>: also c. dat., ἐμυήθην θεοῖς <span class="bibl">Theophil.1.4</span>; μυεῖσθαι γάμῳ <span class="bibl">Alciphr.1.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> generally, [[teach]], [[instruct]], c. inf., ἐμύησάς τινα ἰδεῖν <span class="title">AP</span>7.385 (Phil.); <b class="b3">ἀλλά μ' ἀνὴρ ἐμύησ' Ἑλικωνίδα</b> (''[[sc.]]'' [[εἶναι]]) ib.<span class="bibl">9.162</span>:—Pass., μεμύημαι καὶ χορτάζεσθαι καὶ πεινᾶν <span class="bibl"><span class="title">Ep.Phil.</span> 4.12</span>; κυβερνᾶν μυηθήσομαι <span class="bibl">Alciphr.2.4.21</span>.</span> | | |Definition=([[μύω]], [[quod vide|q.v.]])<br><span class="bld">A</span> [[initiate into the mysteries]], μυῶν… ἄλλους ξένους And.1.132, cf. ''IG''12.6.113; ἐκ τοῦ μυεῖν καὶ ἐποπτεύειν Pl.''Ep.''333e, cf. D.59.21; ἐμύησε καὶ μυεῖ τοὺς Ἕλληνας Plu.2.607b: c. acc. cogn., ξένους ἐμύει θεούς J.''Ap.''2.37:—more freq. in Pass., to [[be initiated]], ὁ βουλόμενος μυεῖται Hdt.8.65; ὅσοι μεμυήμεθα Ar.''Ra.''456; <b class="b3">οἱ μεμυημένοι</b> ib.158, And.1.28; δεῖ γὰρ μυηθῆναί με πρὶν τεθνηκέναι Ar.''Pax'' 375; <b class="b3">μυηθῆναι ἀφ' ἑστίας</b>, v. [[ἑστία; τοῦ ἀφ' ἑστίας μυουμένου]] prob. in ''IG''12.6.108; μυηθεῖσαν ἀφ' ἑστίας ''SIG''853 (Eleusis, i A. D.); θεοπρόποι ἦλθον... οἵτινες μυηθέντες ἐνεβάτευσαν ''OGI''530.15 (Notium, ii A. D.): c. acc. cogn., to [[be initiated in]] a thing, τὰ μυστήρια μυεῦνται Heraclit. 14; <b class="b3">ὅστις τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται</b> in the mysteries of the Cabiri, Hdt.2.51; <b class="b3">τὰ μεγάλα</b> (''[[sc.]]'' [[μυστήρια]]) μεμύησαι, πρὶν τὰ σμικρά Pl. ''Grg.''497c; τὰ ἐρωτικὰ μυηθῆναι Id.''Smp.''209e, cf. ''Phdr.''250c; τὰ λεοντικὰ μ. Porph.''Antr.''15: also c. dat., ἐμυήθην θεοῖς Theophil.1.4; μυεῖσθαι γάμῳ Alciphr.1.4.<br><span class="bld">II</span> generally, [[teach]], [[instruct]], c. inf., ἐμύησάς τινα ἰδεῖν ''AP''7.385 (Phil.); <b class="b3">ἀλλά μ' ἀνὴρ ἐμύησ' Ἑλικωνίδα</b> (''[[sc.]]'' [[εἶναι]]) ib.9.162:—Pass., μεμύημαι καὶ χορτάζεσθαι καὶ πεινᾶν ''Ep.Phil.'' 4.12; κυβερνᾶν μυηθήσομαι Alciphr.2.4.21. |
| |lsmtext='''μυέω:''' ([[μύω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμύησα</i> — Παθ. παρακ. <i>μεμύημαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμυήθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εισάγω]] στα μυστήρια, <i>μυῆσαι</i>, σε Δημ. — στην Παθ., εισάγομαι στα μυστήρια, κατηχούμαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>οἱ μεμυημένοι</i>, αυτοί που έχουν εισαχθεί στα μυστήρια, οι μυημένοι, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., εισάγομαι σε [[κάτι]], τὰ Καβείρων [[ὄργια]] μεμύηται, στα μυστήρια των Καβείρων, σε Ηρόδ.· τὰ [[μεγάλα]] (ενν. <i>μυστήρια</i>) <i>μεμύησαι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[διδάσκω]], [[καθοδηγώ]], με απαρ. ἐμύησάς τινα [[ἰδεῖν]], σε Ανθ. | | |lsmtext='''μυέω:''' ([[μύω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμύησα</i> — Παθ. παρακ. <i>μεμύημαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμυήθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εισάγω]] στα μυστήρια, <i>μυῆσαι</i>, σε Δημ. — στην Παθ., εισάγομαι στα μυστήρια, κατηχούμαι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>οἱ μεμυημένοι</i>, αυτοί που έχουν εισαχθεί στα μυστήρια, οι μυημένοι, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., εισάγομαι σε [[κάτι]], τὰ Καβείρων [[ὄργια]] μεμύηται, στα μυστήρια των Καβείρων, σε Ηρόδ.· τὰ [[μεγάλα]] (ενν. <i>μυστήρια</i>) <i>μεμύησαι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[διδάσκω]], [[καθοδηγώ]], με απαρ. ἐμύησάς τινα [[ἰδεῖν]], σε Ανθ. |