βῖκος: Difference between revisions

493 bytes removed ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vikos
|Transliteration C=vikos
|Beta Code=bi=kos
|Beta Code=bi=kos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[jar]] or [[cask]], <span class="bibl">Hdt.1.194</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.9.25</span>, <span class="bibl"><span class="title">PHal.</span>7.5</span> (iii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.49</span> (iii B. C.), <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Je.</span>19.1</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[drinking-bowl]], Pollux Par. ap. <span class="bibl">Ath.11.784d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> a [[measure]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>112.15</span> (i A. D.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span> 472</span> (ii A. D.). [ῑ, v. <span class="bibl">Ephipp.8.2</span>, <span class="bibl">Archestr.<span class="title">Fr.</span>38.2</span>.]</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[jar]] or [[cask]], Hdt.1.194, X.''An.''1.9.25, ''PHal.''7.5 (iii B. C.), ''PHib.''1.49 (iii B. C.), [[LXX]] ''Je.''19.1, etc.<br><span class="bld">2</span> [[drinking-bowl]], Pollux Par. ap. Ath.11.784d.<br><span class="bld">3</span> a [[measure]], ''BGU''112.15 (i A. D.), ''PTeb.'' 472 (ii A. D.). [ῑ, v. Ephipp.8.2, Archestr.''Fr.''38.2.]
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />βῑκος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κανάτα]]<br /><b>2.</b> μικρό [[πιθάρι]]<br /><b>3.</b> [[κούπα]] για [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία [[άποψη]] ο όρος [[βίκος]] [[είναι]] λ. αιγυπτιακή ([[πρβλ]]. αιγυπτ. <i>b</i>·<i>k</i>·<i>t</i> «[[δοχείο]] λαδιού που χρησίμευε ως [[μέτρο]]»), ενώ κατ' άλλους, [[είναι]] [[δάνειο]] σημιτικής προέλευσης ([[πρβλ]]. αραμαϊκό <i>bq</i> «[[στάμνα]]»). Πρόκειται για λ. ιωνική, που απαντά αρχικά στον Ιππώνακτα, όπου δηλώνει «μεγάλο [[δοχείο]] για [[κρασί]] και προμήθειες», ενώ στον Ηρόδοτο και στον Ξενοφώντα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «[[δοχείο]] του κρασιού» των Ανατολικών λαών. Τέλος, ο Αθήναιος με τη λ. [[βίκος]] χαρακτηρίζει «[[κούπα]] για [[κρασί]]» η οποία ήταν σε [[χρήση]] στην Αίγυπτο].<br /><b>(II)</b><br />ο (Α [[βικίον]], το και βικία, η)<br />το [[φυτό]] vicia sativa, κατάλληλο για [[κτηνοτροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θηλ. <i>βικία</i> [[είναι]] δάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>vicia</i> «[[είδος]] κυάμου, κοιν. [[κουκί]]», το δε νεοελλ. αρσ. [[βίκος]] <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> αμάρτ. [[βίκος]], στο οποίο ανάγεται το [[επίσης]] μτγν. [[βικίον]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />βῑκος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κανάτα]]<br /><b>2.</b> μικρό [[πιθάρι]]<br /><b>3.</b> [[κούπα]] για [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία [[άποψη]] ο όρος [[βίκος]] [[είναι]] λ. αιγυπτιακή ([[πρβλ]]. αιγυπτ. <i>b</i>·<i>k</i>·<i>t</i> «[[δοχείο]] λαδιού που χρησίμευε ως [[μέτρο]]»), ενώ κατ' άλλους, [[είναι]] [[δάνειο]] σημιτικής προέλευσης ([[πρβλ]]. αραμαϊκό <i>bq</i> «[[στάμνα]]»). Πρόκειται για λ. ιωνική, που απαντά αρχικά στον Ιππώνακτα, όπου δηλώνει «μεγάλο [[δοχείο]] για [[κρασί]] και προμήθειες», ενώ στον Ηρόδοτο και στον Ξενοφώντα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «[[δοχείο]] του κρασιού» των Ανατολικών λαών. Τέλος, ο Αθήναιος με τη λ. [[βίκος]] χαρακτηρίζει «[[κούπα]] για [[κρασί]]» η οποία ήταν σε [[χρήση]] στην Αίγυπτο].<br /><b>(II)</b><br />ο (Α [[βικίον]], το και βικία, η)<br />το [[φυτό]] vicia sativa, κατάλληλο για [[κτηνοτροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θηλ. <i>βικία</i> [[είναι]] δάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>vicia</i> «[[είδος]] κυάμου, κοιν. [[κουκί]]», το δε νεοελλ. αρσ. [[βίκος]] <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> αμάρτ. [[βίκος]], στο οποίο ανάγεται το [[επίσης]] μτγν. [[βικίον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm