κτεατίζω: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kteatizo
|Transliteration C=kteatizo
|Beta Code=kteati/zw
|Beta Code=kteati/zw
|Definition=[[gain]], [[win]], δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα <span class="bibl">Il.16.57</span>; πολλὰ κτεατίσσας <span class="bibl">Od.2.102</span>, <span class="bibl">19.147</span>, cf. <span class="bibl">Eumel.2</span>, etc.: —Med., [[get for oneself]], [[acquire]], Ep. fut. κτεατίσσομαι <span class="bibl">Man.6.677</span>, aor. κτεατίσσατο <span class="bibl">A.R.2.788</span>: pf.Pass. in med. sense, ὅσ' Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>522</span>: plpf., ἃ ἐκτεάτιστο Μίδης <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>3.1.47</span>; τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός <span class="bibl">Theoc.17.105</span>.
|Definition=[[gain]], [[win]], δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il.16.57; πολλὰ κτεατίσσας Od.2.102, 19.147, cf. Eumel.2, etc.: —Med., [[get for oneself]], [[acquire]], Ep. fut. κτεατίσσομαι Man.6.677, aor. κτεατίσσατο A.R.2.788: pf.Pass. in med. sense, ὅσ' Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται ''h.Merc.''522: plpf., ἃ ἐκτεάτιστο Μίδης Call.''Aet.''3.1.47; τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός Theoc.17.105.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κτεατίζω [κτέαρ] praes. alleen med. κτεατίζεται; ep. aor. act. κτεάτισσα, ptc. κτεατίσσας, veroveren, in bezit krijgen:; κούρην δουρὶ ἐμῷ κτεάτισσα het meisje heb ik met mijn eigen speer buit gemaakt Il. 16.57; ook med.: τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός een ander deel bemachtigt hij (Ptolemaeus) zelf Theocr. Id. 17.105.
|elnltext=κτεατίζω [κτέαρ] praes. alleen med. κτεατίζεται; ep. aor. act. κτεάτισσα, ptc. κτεατίσσας, veroveren, in bezit krijgen:; κούρην δουρὶ ἐμῷ κτεάτισσα het meisje heb ik met mijn eigen speer buit gemaakt Il. 16.57; ook med.: τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός een ander deel bemachtigt hij (Ptolemaeus) zelf Theocr. Id. 17.105.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτεᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>· Επικ. αορ. αʹ <i>κτεάτισσα</i> ([[κτάομαι]])· [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατακτώ]], [[επιτυγχάνω]], σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., [[αποκτώ]] για τον εαυτό μου, είμαι [[ιδιοκτήτης]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.
|lsmtext='''κτεᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>· Επικ. αορ. αʹ <i>κτεάτισσα</i> ([[κτάομαι]])· [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατακτώ]], [[επιτυγχάνω]], σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., [[αποκτώ]] για τον εαυτό μου, είμαι [[ιδιοκτήτης]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.
}}
}}
{{ls
{{ls