ἀναπαυτικός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapaftikos
|Transliteration C=anapaftikos
|Beta Code=a)napautiko/s
|Beta Code=a)napautiko/s
|Definition=ή, όν, [[giving rest]], <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>20</span>.
|Definition=ἀναπαυτική, ἀναπαυτικόν, [[giving rest]], Ptol. ''Tetr.''20.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀναπαυτικός]], -ή, -όν) [[ἀναπαύω]]<br />αυτός που προσφέρει [[ανάπαυση]], [[άνετος]], [[ξεκούραστος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀναπαυτικόν</i> στρατιωτικό [[παράγγελμα]] για [[ανάπαυση]], [[διακοπή]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀναπαυτικός]], -ή, -όν) [[ἀναπαύω]]<br />αυτός που προσφέρει [[ανάπαυση]], [[άνετος]], [[ξεκούραστος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀναπαυτικόν</i> στρατιωτικό [[παράγγελμα]] για [[ανάπαυση]], [[διακοπή]].
}}
}}