αδιάρρηκτος: Difference between revisions

m
no edit summary
(1)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και -χτος, -η, -ο (Μ [[ἀδιάρρηκτος]], -ον) [[διαρρήγνυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί [[διάρρηξη]]<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[αδιάσπαστος]], [[σταθερός]], [[ασφαλής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο [[ατεμάχιστος]].
|mltxt=[[αδιάρρηκτος]] και [[αδιάρρηχτος]], -η, -ο (Μ [[ἀδιάρρηκτος]], -ον) [[διαρρήγνυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί [[διάρρηξη]]<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[αδιάσπαστος]], [[σταθερός]], [[ασφαλής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο [[ατεμάχιστος]].
}}
}}