θέμα: Difference between revisions

2,691 bytes added ,  21 November 2023
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP) opp\. (\w+)," to "opp. $1,")
mNo edit summary
 
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[θέμα]]) [[τίθημι]]<br /><b>1.</b> αυτό που τίθεται, το προκείμενο<br /><b>2.</b> το [[ζήτημα]] [[γύρω]] από το οποίο στρέφεται η [[ομιλία]], το [[αντικείμενο]] συζήτησης ή έρευνας («ποιο [[είναι]] το [[θέμα]] της διάλεξης [[σήμερα]];»)<br /><b>3.</b> <b>(γλωσσολ.)</b> [[τμήμα]] της λέξης το οποίο θεωρούσαν οι αρχαίοι γραμματικοί ως [[βάση]] στην οποία στηρίζεται το μεταβλητό (κλιτό) [[μέρος]] αυτής, ενώ [[κατά]] την ινδοευρωπαϊκή [[γλωσσολογία]] συνίσταται από τη [[ρίζα]] της λέξης στην οποία προστέθηκαν τα θεματικά μορφήματα<br /><b>4.</b> <b>(νομ.)</b> η [[υπόθεση]], η [[δίκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[ζήτημα]] που δίνεται στους εξεταζόμενους για [[λύση]], [[μετάφραση]] ή [[ανάπτυξη]] («τα θέματα τών εξετάσεων ήταν δύσκολα»)<br /><b>2.</b> το [[αντικείμενο]], το [[περιεχόμενο]] («αυτός ο [[πίνακας]] έχει [[ωραίο]] [[θέμα]]»)<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[μουσική]] [[ιδέα]] που χρησιμεύει ως [[βάση]] για τη [[σύνθεση]] ολόκληρου έργου, το [[μοτίβο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δεν υπάρχει [[θέμα]]» — δεν γεννάται [[ζήτημα]], δεν υπάρχει [[λόγος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] στρατιωτική και [[πολιτική]] διοικητική [[περιφέρεια]] του βυζαντινού κράτους<br /><b>2.</b> στρατιωτική [[μονάδα]] αποτελούμενη από [[τέσσερεις]] χιλιάδες άνδρες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στην [[αστρολογία]]) [[ωροσκόπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα χρήματα που έχουν κατατεθεί στην [[τράπεζα]] ως [[εγγύηση]] («[[ουδέ]] γάρ oἱ τραπεζῖται... ἀπαιτούμενοι τά θέματα, δυσχεραίνουσιν ἐπί τῇ ἀποδόσει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θησαυρός]], [[απόθεμα]] («[[θέμα]] γάρ ἀγαθόν θησαυρίζεις σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[στοίβα]], [[σωρός]] («θέματα βρωμάτων παρακείμενα ἐπὶ τάφῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[θήκη]], [[κιβώτιο]]<br /><b>5.</b> [[βραβείο]], έπαθλο<br /><b>6.</b> [[κοινός]] [[τόπος]] ταφής ή [[κοινή]] γη («ἡ [[σορός]] καὶ το [[βαθρικόν]] και το ὑποκείμενον [[θέμα]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>7.</b> αυθαίρετη [[απόφαση]]<br /><b>8.</b> (στους Στωικ.) [[τρόπος]] αναγωγής ανώμαλου συλλογισμού<br /><b>9.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θέμα]]<br />[[ἕξις]], [[τόπος]], [[στάσις]], [[μνῆμα]]».
|mltxt=το (AM [[θέμα]]) [[τίθημι]]<br /><b>1.</b> αυτό που τίθεται, το προκείμενο<br /><b>2.</b> το [[ζήτημα]] [[γύρω]] από το οποίο στρέφεται η [[ομιλία]], το [[αντικείμενο]] συζήτησης ή έρευνας («ποιο [[είναι]] το [[θέμα]] της διάλεξης [[σήμερα]];»)<br /><b>3.</b> <b>(γλωσσολ.)</b> [[τμήμα]] της λέξης το οποίο θεωρούσαν οι αρχαίοι γραμματικοί ως [[βάση]] στην οποία στηρίζεται το μεταβλητό (κλιτό) [[μέρος]] αυτής, ενώ [[κατά]] την ινδοευρωπαϊκή [[γλωσσολογία]] συνίσταται από τη [[ρίζα]] της λέξης στην οποία προστέθηκαν τα θεματικά μορφήματα<br /><b>4.</b> <b>(νομ.)</b> η [[υπόθεση]], η [[δίκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[ζήτημα]] που δίνεται στους εξεταζόμενους για [[λύση]], [[μετάφραση]] ή [[ανάπτυξη]] («τα θέματα τών εξετάσεων ήταν δύσκολα»)<br /><b>2.</b> το [[αντικείμενο]], το [[περιεχόμενο]] («αυτός ο [[πίνακας]] έχει [[ωραίο]] [[θέμα]]»)<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> [[μουσική]] [[ιδέα]] που χρησιμεύει ως [[βάση]] για τη [[σύνθεση]] ολόκληρου έργου, το [[μοτίβο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δεν υπάρχει [[θέμα]]» — δεν γεννάται [[ζήτημα]], δεν υπάρχει [[λόγος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] στρατιωτική και [[πολιτική]] διοικητική [[περιφέρεια]] του βυζαντινού κράτους<br /><b>2.</b> στρατιωτική [[μονάδα]] αποτελούμενη από [[τέσσερεις]] χιλιάδες άνδρες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στην [[αστρολογία]]) [[ωροσκόπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα χρήματα που έχουν κατατεθεί στην [[τράπεζα]] ως [[εγγύηση]] («[[ουδέ]] γάρ oἱ τραπεζῖται... ἀπαιτούμενοι τά θέματα, δυσχεραίνουσιν ἐπί τῇ ἀποδόσει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θησαυρός]], [[απόθεμα]] («[[θέμα]] γάρ ἀγαθόν θησαυρίζεις σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[στοίβα]], [[σωρός]] («θέματα βρωμάτων παρακείμενα ἐπὶ τάφῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[θήκη]], [[κιβώτιο]]<br /><b>5.</b> [[βραβείο]], έπαθλο<br /><b>6.</b> [[κοινός]] [[τόπος]] ταφής ή [[κοινή]] γη («ἡ [[σορός]] καὶ το [[βαθρικόν]] και το ὑποκείμενον [[θέμα]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>7.</b> αυθαίρετη [[απόφαση]]<br /><b>8.</b> (στους Στωικ.) [[τρόπος]] αναγωγής ανώμαλου συλλογισμού<br /><b>9.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[θέμα]]<br />[[ἕξις]], [[τόπος]], [[στάσις]], [[μνῆμα]]».
}}
{{trml
|trtx====[[treasure]]===
Afrikaans: skat; Albanian: thesar; Arabic: كَنْز‎; Egyptian Arabic: كنز‎; South Levantine Arabic: كنز‎; Hijazi Arabic: كَنْز‎; Aragonese: tresoro; Armenian: գանձ; Azerbaijani: xəzinə; Bashkir: хазина; Basque: altxor; Belarusian: скарб; Bengali: সম্পদ; Bulgarian: съкровище, драгоценност; Burmese: ရတနာ; Catalan: tresor; Cebuano: bahandi; Chinese Mandarin: 珍寶/珍宝, 寶藏/宝藏, 金銀財寶/金银财宝, 財富/财富; Czech: poklad; Danish: skat; Dutch: [[schat]]; Esperanto: trezoro; Estonian: aare; Finnish: aarre; French: [[trésor]]; Galician: tesouro; Georgian: განძი, საგანძური; German: [[Schatz]]; Gothic: 𐌷𐌿𐌶𐌳; Greek: [[θησαυρός]]; Ancient Greek: [[ἀγκών]], [[γάζα]], [[θέμα]], [[θησαύρισμα]], [[θησαυρός]], [[κειμήλιον]], [[παραγκάλισμα]], [[πλοῦτος]], [[χρυσών]]; Hebrew: אוֹצָר‎; Higaonon: bahandi; Hindi: ख़िज़ाना; Hungarian: kincs; Icelandic: fjársjóður; Ido: trezoro; Indonesian: harta; Irish: taisce; Italian: [[tesoro]]; Japanese: 宝, 宝物; Kazakh: қазына; Khmer: កំណប់; Korean: 보물(寶物), 보배; Kyrgyz: кенч; Lao: ສົມບັດ, ຊັບສົມບັດ; Latin: [[thesaurus]]; Latvian: dārgums; Lezgi: хазина; Lithuanian: lobis; Macedonian: богатство, благо; Malagasy: harena; Malay: khazanah; Maori: taonga, puiaki, puipuiaki; Middle English: tresour, garisoun, gersom; Mingrelian: განძი; Mongolian Cyrillic: баялаг; Norwegian: skatt; Occitan: tresaur; Old English: goldhord; Ossetian: хӕзна; Pashto: خزانه‎, کونډال‎, ګنجينه‎; Persian: گنجینه‎, گنج‎; Plautdietsch: Schauz; Polish: skarb; Portuguese: [[tesouro]]; Romanian: comoară, tezaur; Russian: [[сокровище]], [[драгоценность]], [[клад]]; Samoan: ʻoloa; Sanskrit: कोश; Scottish Gaelic: ionmhas; Serbo-Croatian Cyrillic: бла̑го, драго̀цено̄ст, драго̀цјено̄ст; Roman: blȃgo, dragòcenōst, dragòcjenōst; Slovak: poklad; Slovene: zaklad; Spanish: [[tesoro]]; Swedish: skatt, rikedom; Tagalog: kayamunan; Tajik: ганҷ, ҷавохирот; Tatar: хәзинә; Thai: สมบัติ; Turkish: hazine, define; Turkmen: hazyna; Ukrainian: скарб; Urdu: خزانہ‎; Uyghur: خەزىنە‎; Uzbek: xazina; Vietnamese: kho báu, châu báu; Volapük: div; Walloon: trezôr; Welsh: trysor, amguedd, amgueddau; Yiddish: אוצר‎; Zazaki: xazina, define
}}
}}