3,258,160
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρησφύγετον:''' (ῠ) τό [[место убежища]], [[убежище]] Her., Luc. | |elrutext='''κρησφύγετον:''' (ῠ) τό [[место убежища]], [[убежище]] Her., Luc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[κρησφύγετον]])<br />[[τόπος]] όπου καταφεύγει ή κρύβεται [[κάποιος]], [[καταφύγιο]], [[κρυψώνας]] (α. «τ' αγρίμια του λόγγου έβγαιναν από τα [[σκοτεινά]] κρησφύγετα», Ζερβ.<br />β. «λέγων ὡς [[ἄμεινον]] σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον [[εἶναι]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει α' συνθετικό <i>κρησ</i>-, για του οποίου την [[προέλευση]] έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις<br />το β' συνθετικό -<i>φυγετο</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ετον</i>. Οι αρχαίοι γραμματικοί συνδέουν το <i>α</i>' συνθετικό με τη λ. [[Κρής]] «[[Κρητικός]]», βασιζόμενοι στο ότι στην [[Κρήτη]] υπήρχαν σπηλιές που χρησίμευαν ως κρησφύγετα. Αργότερα το <i>κρησ</i>- συσχετίστηκε από πολλούς με τη λ. [[κάρα]] «[[κεφάλι]]», [[άποψη]] η οποία δεν φαίνεται πολύ πειστική. Κατ' άλλους, η λ. [[κρησφύγετον]] προέρχεται από το <i>χρησφύγετον</i> (με [[ανομοίωση]] του δασέος <i>χ</i>- σε <i>κ</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[χρῆος]] «[[χρέος]]», [[άποψη]] ισχυρή από μορφολογική [[άποψη]]. Ωστόσο, πιο εύλογη σημασιολογικά φαίνεται η ετυμολόγηση της λ. <i>κρησ</i>-<i>φύγετον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πρησ</i>-<i>φύγετον</i>, του οποίου το <i>α</i>' συνθετικό <i>πρησ</i>- ανάγεται στην [[πρόθεση]] [[προς]] ([[πρβλ]]. [[πρήγιστος]] «[[πρέσβυς]]»)]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |