3,274,823
edits
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / σχολεῖον, ΝΜΑ, και [[σχολειό]] και σκολειό Ν<br /> ο [[τόπος]] όπου γίνεται [[διδασκαλία]], [[διδασκαλείο]], [[εκπαιδευτήριο]] («στην εκκλησιά που παίρνει [[κάθε]] [[βράδυ]] την όψη του σχολειού», Πολέμ.)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> [[κάθε]] [[ίδρυμα]], [[δημόσιο]] ή ιδιωτικό, στο οποίο παρέχεται η πρωτοβάθμια ή η δευτεροβάθμια [[εκπαίδευση]], [[καθώς]] και η εξειδικευμένη επαγγελματική ή η τριτοβάθμια [[εκπαίδευση]] («σχολεία επαγγελματικής εκπαίδευσης»)<br /> <b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[κτήριο]] όπου στεγάζεται το [[παραπάνω]] [[ίδρυμα]] («έβαψαν το [[σχολείο]]»)<br /> <b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[χώρος]] στον οποίο συντελείται η πνευματική [[καλλιέργεια]] [[αλλά]] και η γενικότερη [[παιδεία]] ενός ατόμου («αυτή η δουλειά ήταν ένα αληθινό [[σχολείο]]»)<br /> <b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έβγαλα το [[σχολείο]]» — αποφοίτησα<br /> β) «ελληνικό [[σχολείο]]» — το [[σχολαρχείο]]<br /> γ) «δημοτικό [[σχολείο]]» [[σχολείο]] πρωτοβάθμιας στοιχειώδους εκπαίδευσης» <br /> δ) «σχολεία [[μέσης]] εκπαίδευσης» — τα γυμνάσια, τα λύκεια, γενικά [[αλλά]] και [[τεχνικά]], επαγγελματικά, [[καθώς]] και οι ισότιμες επαγγελματικές σχολές<br /> ε) «σχολεία ανώτατης εκπαίδευσης» — το [[πανεπιστήμιο]] και ισότιμα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης<br /> στ) «[[σχολείο]] εργασίας» — σχολεία στα οποία, ως [[μέθοδος]] ανάπτυξης της διανοητικής ικανότητας των παιδιών, χρησιμοποιείται ο [[συνδυασμός]] της πνευματικής με την χειρωνακτική [[εργασία]] τους<br /> ζ) «κατηχητικό [[σχολείο]]» — [[είδος]] εκκλησιαστικού σχολείου στο οποίο κατηχούνται νεαρά άτομα στα δόγματα και στις ηθικές αρχές του χριστιανισμού<br /> η) «μονοτάξια σχολεία» — σχολεία των οποίων οι μαθητές όλων των τάξεων του δημοτικού σχολείου διδάσκονται από τον ίδιο δάσκαλο και στην [[ίδια]] [[αίθουσα]]<br /> θ) «πρακτικά σχολεία»<br /> (παλαιότερα) σχολεία που είχαν ως σκοπό την πρακτική [[μόρφωση]] των παιδιών<br /> ι) «πειραματικό [[σχολείο]]» — [[σχολείο]] στο οποίο ενεργείται [[πειραματισμός]], δηλ. δοκιμαστική [[εφαρμογή]] νέων παιδαγωγικών θεωριών, καινούργιων ή και πρωτοποριακών εκπαιδευτικών αντιλήψεων και παιδονομικών μεθόδων αναφορικά με το αναλυτικό [[πρόγραμμα]], το [[ωρολόγιο]] [[πρόγραμμα]], τις διδακτικές μεθόδους<br /> ια) «κρυφό [[σχολειό]]»<br /> ([[κατά]] την περίοδο της τουρκοκρατίας) η [[παιδεία]] η οποία παρεχόταν σε σχολεία που λειτουργούσαν [[μυστικά]] και στα οποία η [[διδασκαλία]] γινόταν από μοναχούς και άλλους κληρικούς σε μοναστήρια ή σε νάρθηκες εκκλησιών<br /> ιβ) «ειδικά σχολεία» — σχολεία για [[παιδιά]] με ειδικές ανάγκες, [[δηλαδή]] [[παιδιά]] που παρεκλίνουν κοινωνικά, σωματικά ή διανοητικά από τον [[μέσο]] όρο, όπου παρέχεται ειδική [[εκπαίδευση]] με αναπροσαρμογές του κανονικού προγράμματος διδασκαλίας, για να μπορέσουν τα [[παιδιά]] αυτά να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες τους<br /> ιγ) «στρατιωτικά σχολεία» — σχολεία ή σχολές για την [[εκπαίδευση]] νέων που προορίζονται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στον στρατό<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[νεκροταφείο]], κοιμητήριο<br /> <b>2.</b> [[αναπαυτήριο]], [[ησυχαστήριο]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εῖο</i>(<i>ν</i>) (<b>πρβλ.</b> <i>δημαρχ</i>-<i>είο</i>[[ν]]). Η λ. ακολούθησε τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] των [[σχολή]] / [[σχολάζω]]. Από αρχική σημ. «κοιμητήριο, [[αναπαυτήριο]], [[ησυχαστήριο]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον [[τόπο]] όπου περνά [[κανείς]] εποικοδομητικά τον καιρό του, το [[εκπαιδευτήριο]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σχολή]])]. | |mltxt=[[σχολείο]], το / [[σχολεῖον]], ΝΜΑ, και [[σχολειό]] και [[σκολειό]] Ν<br /> ο [[τόπος]] όπου γίνεται [[διδασκαλία]], [[διδασκαλείο]], [[εκπαιδευτήριο]] («στην εκκλησιά που παίρνει [[κάθε]] [[βράδυ]] την όψη του σχολειού», Πολέμ.)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> [[κάθε]] [[ίδρυμα]], [[δημόσιο]] ή ιδιωτικό, στο οποίο παρέχεται η πρωτοβάθμια ή η δευτεροβάθμια [[εκπαίδευση]], [[καθώς]] και η εξειδικευμένη επαγγελματική ή η τριτοβάθμια [[εκπαίδευση]] («σχολεία επαγγελματικής εκπαίδευσης»)<br /> <b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[κτήριο]] όπου στεγάζεται το [[παραπάνω]] [[ίδρυμα]] («έβαψαν το [[σχολείο]]»)<br /> <b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[χώρος]] στον οποίο συντελείται η πνευματική [[καλλιέργεια]] [[αλλά]] και η γενικότερη [[παιδεία]] ενός ατόμου («αυτή η δουλειά ήταν ένα αληθινό [[σχολείο]]»)<br /> <b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έβγαλα το [[σχολείο]]» — αποφοίτησα<br /> β) «ελληνικό [[σχολείο]]» — το [[σχολαρχείο]]<br /> γ) «δημοτικό [[σχολείο]]» [[σχολείο]] πρωτοβάθμιας στοιχειώδους εκπαίδευσης» <br /> δ) «σχολεία [[μέσης]] εκπαίδευσης» — τα γυμνάσια, τα λύκεια, γενικά [[αλλά]] και [[τεχνικά]], επαγγελματικά, [[καθώς]] και οι ισότιμες επαγγελματικές σχολές<br /> ε) «σχολεία ανώτατης εκπαίδευσης» — το [[πανεπιστήμιο]] και ισότιμα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης<br /> στ) «[[σχολείο]] εργασίας» — σχολεία στα οποία, ως [[μέθοδος]] ανάπτυξης της διανοητικής ικανότητας των παιδιών, χρησιμοποιείται ο [[συνδυασμός]] της πνευματικής με την χειρωνακτική [[εργασία]] τους<br /> ζ) «κατηχητικό [[σχολείο]]» — [[είδος]] εκκλησιαστικού σχολείου στο οποίο κατηχούνται νεαρά άτομα στα δόγματα και στις ηθικές αρχές του χριστιανισμού<br /> η) «μονοτάξια σχολεία» — σχολεία των οποίων οι μαθητές όλων των τάξεων του δημοτικού σχολείου διδάσκονται από τον ίδιο δάσκαλο και στην [[ίδια]] [[αίθουσα]]<br /> θ) «πρακτικά σχολεία»<br /> (παλαιότερα) σχολεία που είχαν ως σκοπό την πρακτική [[μόρφωση]] των παιδιών<br /> ι) «πειραματικό [[σχολείο]]» — [[σχολείο]] στο οποίο ενεργείται [[πειραματισμός]], δηλ. δοκιμαστική [[εφαρμογή]] νέων παιδαγωγικών θεωριών, καινούργιων ή και πρωτοποριακών εκπαιδευτικών αντιλήψεων και παιδονομικών μεθόδων αναφορικά με το αναλυτικό [[πρόγραμμα]], το [[ωρολόγιο]] [[πρόγραμμα]], τις διδακτικές μεθόδους<br /> ια) «κρυφό [[σχολειό]]»<br /> ([[κατά]] την περίοδο της τουρκοκρατίας) η [[παιδεία]] η οποία παρεχόταν σε σχολεία που λειτουργούσαν [[μυστικά]] και στα οποία η [[διδασκαλία]] γινόταν από μοναχούς και άλλους κληρικούς σε μοναστήρια ή σε νάρθηκες εκκλησιών<br /> ιβ) «ειδικά σχολεία» — σχολεία για [[παιδιά]] με ειδικές ανάγκες, [[δηλαδή]] [[παιδιά]] που παρεκλίνουν κοινωνικά, σωματικά ή διανοητικά από τον [[μέσο]] όρο, όπου παρέχεται ειδική [[εκπαίδευση]] με αναπροσαρμογές του κανονικού προγράμματος διδασκαλίας, για να μπορέσουν τα [[παιδιά]] αυτά να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες τους<br /> ιγ) «στρατιωτικά σχολεία» — σχολεία ή σχολές για την [[εκπαίδευση]] νέων που προορίζονται να καταλάβουν θέσεις βαθμοφόρων στον στρατό<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[νεκροταφείο]], κοιμητήριο<br /> <b>2.</b> [[αναπαυτήριο]], [[ησυχαστήριο]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εῖο</i>(<i>ν</i>) (<b>πρβλ.</b> <i>δημαρχ</i>-<i>είο</i>[[ν]]). Η λ. ακολούθησε τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] των [[σχολή]] / [[σχολάζω]]. Από αρχική σημ. «κοιμητήριο, [[αναπαυτήριο]], [[ησυχαστήριο]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον [[τόπο]] όπου περνά [[κανείς]] εποικοδομητικά τον καιρό του, το [[εκπαιδευτήριο]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σχολή]])]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[school]]=== | |||
Abkhaz: апхьарта; Adyghe: еджапӏэ; Afrikaans: skool; Albanian: mësonjëtore, shkollë; Ambonese Malay: iskola, skola; Amharic: ትምህርት ቤት; Arabic: مَدْرَسَة, مَكْتَب; Egyptian Arabic: مدرسة; Gulf Arabic: مدرسة; Hijazi Arabic: مدرسة; South Levantine Arabic: مدرسة; Aramaic Syriac: ܡܕܪܫܬܐ; Armenian: դպրոց; Aromanian: sculii, sculie; Assamese: পঢ়াশালি, স্কুল, বিদ্যালয়, ছাতৰশালি; Asturian: escuela; Atong: skul; Avar: школа; Azerbaijani: məktəb, mədrəsə; Baluchi: وانگ جاہ, وانتجاہ; Bashkir: мәктәп, мәҙрәсә; Basque: eskola, ikastola, ikastetxe; Belarusian: школа, вучылішча; Bella Coola: acwsalcta; Bengali: বিদ্যালয়, মকতব, মাদ্রাসা, পাঠশালা, স্কুল, ইস্কুল; Breton: skol; Brunei Bisaya: sakulah; Brunei Malay: sikulah; Bulgarian: училище, школа; Burmese: ကျောင်း; Buryat: һургуули; Carpathian Rusyn: школа; Catalan: escola; Cebuano: eskuwela, eskuwelahan; Central Dusun: sikul; Central Melanau: sekul; Chechen: школа, ишкол; Chinese Cantonese: 學校/学校, 書館/书馆; Dungan: щүәщё, щүәтон; Gan: 學堂/学堂; Hakka: 學校/学校, 學堂/学堂; Jin: 學校/学校, 學堂/学堂; Mandarin: 學校/学校, 學堂/学堂; Min Bei: 學堂/学堂; Min Dong: 學校/学校, 學堂/学堂; Min Nan: 學校/学校; Wu: 學校/学校, 學堂/学堂; Xiang: 學校/学校, 學堂/学堂; Chukchi: каԓеткоран; Chuvash: шкул; Coptic: ⲁⲛⲥⲏⲃⲉ, ⲁⲛⲍⲏⲃ; Crimean Tatar: mektep; Czech: škola; Danish: skole; Dargwa: ушкул; Dhivehi: ސްކޫލު; Dutch: [[school]]; Elfdalian: skaule; Erzya: тонавтыкудо; Esperanto: lernejo; Estonian: kool; Ewe: suku; Faroese: skúli; Finnish: koulu; French: [[école]], [[collège]]; Friulian: scuele; Fula Adlam: 𞤶𞤢𞤲𞥆𞤺𞤪𞤣𞤫, 𞤣𞤵𞤯𞤢𞤤; Roman: janngirde, duɗal; Galician: escola, colexio; Gamilaraay: dhiirrabaa; Georgian: სკოლა; German: [[Schule]]; Greek: [[σχολείο]]; Ancient Greek: [[διδασκαλεῖον]], [[σχολεῖον]]; Greenlandic: atuarfik; Gujarati: નિશાળ, વિદ્યાલય, સ્કૂલ; Haitian Creole: lekòl; Hebrew: בֵּית סֵפֶר; Hiligaynon: eskuwela; Hindi: विद्यालय, स्कूल, मद्रसा, पाठशाला; Hungarian: iskola; Hunsrik: Schul, xuul; Iban: sekula; Icelandic: skóli; Ido: skolo; Ilocano: eskuela; Indonesian: sekolah; Ingrian: škoulu, oppi; Interlingua: schola; Irish: scoil; Italian: [[scuola]]; Japanese: 学校, 学び舎; Javanese: ꦱꦼꦏꦺꦴꦭꦃ; Jeju: ᄒᆞᆨ교; Judeo-Italian: scuola, סשוולא; Kalmyk: школ; Kannada: ಶಾಲೆ, ವಿದ್ಯಾಲಯ; Kapampangan: pipágarálan, iskuela; Kashubian: szkòła; Kazakh: мектеп, медресе, оқыл; Khmer: សាលារៀន; Korean: 학교(學校); Kurdish Central Kurdish: مهکتهب, قوتابخانه; Northern Kurdish: dibistan, fêrgeh, xwendingeh, qutabxane, medrese, mekteb, perwerdegeh; Kyrgyz: мектеп, медресе, окул; Ladin: scola; Ladino: skola, סקולה; Lao: ໂຮງຮຽນ; Latin: [[collegium]], [[ludus]], [[schola]], [[auditorium]]; Latvian: skola; Lithuanian: mokykla; Lombard: scola, scöla, scöra; Louisiana Creole French: lékòl; Lü: ᦷᦣᧂᦵᦣᧃ, ᦷᦣᧂᦉᦸᧃ; Lushootseed: ʔugʷusaɬalʔtxʷ; Luxembourgish: Schoul; Macedonian: училиште, школа, школо; Malagasy: sekoly; Malay: sekolah, maktab, madrasah; Malayalam: വിദ്യാലയം; Maltese: skola; Manchu: ᡨᠠᠴᡳᡴᡡ; Manx: scoill; Maori: kura, wharekura; Marathi: शाळा; Mòcheno: schual; Mongolian Cyrillic: сургууль; Mongolian: ᠰᠤᠷᠭᠠᠭᠤᠯᠢ; Navajo: óltaʼ; Neapolitan: scola; Nepali: इस्कुल; Norman: êcole; North Frisian: Skuul; Northern Sami: skuvla; Norwegian Bokmål: skole; Nynorsk: skule, skole; Occitan: escòla; Odia: ବିଦ୍ୟାଳୟ; Old English: scōl; Old Irish: scol; Old Prussian: skūli; Oromo: mana barumsaa; Ossetian: скъола; Papiamentu: skol; Pashto: ښوونځی, مدرسه; Persian Dari: مَدْرَسَه, مَکْتَب, دَبِسْتَان; Iranian Persian: مَدْرِسِه, مَکْتَب, دَبِسْتان; Piedmontese: scòla; Pite Sami: skåvvlå; Plautdietsch: School; Polish: szkoła, buda; Portuguese: [[escola]], [[colégio]]; Punjabi: ਮਦਰੱਸਾ, ਸਕੂਲ; Quechua: yachay wasi; Romagnol: scöla; Romanian: școală; Romansch: scola, scoula; Russian: [[школа]], [[училище]]; Samogitian: muokīkla; Sanskrit: विद्यालय; Santali: ᱵᱤᱨᱫᱟᱹᱜᱟᱲ; Sardinian: isciola, iscola, scola; Saterland Frisian: Skoule; Scots: skuil, schuil; Scottish Gaelic: sgoil; Semai: sekulah; Serbo-Croatian Cyrillic: шко̑ла, медрѐса; Roman: škȏla, medrèsa; Sicilian: scola; Sindhi: اِسڪوُلُ; Sinhalese: ඉස්කෝලය, පාසැල; Skolt Sami: škooul; Slovak: škola; Slovene: šola; Somali: duqsi, iskuul; Sorbian Lower Sorbian: šula; Upper Sorbian: šula; Sotho: sekolo; Spanish: [[escuela]], [[colegio]]; Swahili: shule; Swedish: skola; Sylheti: ꠁꠍ꠆ꠇꠥꠟ; Tabasaran: мектеб; Tagalog: eskuwelahan, paaralan; Tajik: мактаб, мадраса; Tamil: பள்ளி, பாடசாலை; Tatar: мәктәп, мәдрәсә; Telugu: బడి, పాఠశాల, విద్యాలయం; Tetum: eskola; Thai: โรงเรียน; Tibetan: སློབ་གྲྭ; Tigrinya: ቤት-ትምህርቲ; Tok Pisin: skul; Turkish: okul; Turkmen: mekdep, uçilişşe, medrese; Tutong: sekula; Ukrainian: школа, училище; Urdu: اِسْکُول, مَدْرَسَہ, مَکْتَب, دَرْس گاہ, تَعْلِیم گاہ, دَبِسْتان, تَعْلِیمی اِدارَہ; Uyghur: مەكتەپ; Uzbek: shkola, maktab, madrasa, oʻqil; Venetian: scoła; Vietnamese: trường, trường học; Vilamovian: śül; Volapük: jul,) donajul; Walloon: scole; Waray-Waray: eskuwela; Welsh: ysgol; Western Panjabi: سکول; Wutunhua: xaitang; Yagnobi: мактаб; Yakut: оскуола; Yiddish: שולע, שול; Yup'ik: eskuulaq, elitnaurvik; Zazaki: mektev; Zhuang: yozyau, hagdangz, ranzhag, sawfuengz | |||
}} | }} |