3,277,121
edits
(14) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐρείδω]])<br />[[στηρίζω]], [[ακουμπώ]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κωπηλατώ]] με όλη μου τη [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>φρ.</b> <i>έρειδε</i><br />[[παράγγελμα]] που δίνεται στους κωπηλάτες της πολεμικής λέμβου<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ερείδομαι</i><br />στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω [[πεποίθηση]] («ερείδομαι στη γνωστή ειλικρίνειά σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θλίβω]], [[πιέζω]], ωθώ<br /><b>2.</b> [[στυλώνω]], [[υποστηρίζω]], [[ενισχύω]]<br /><b>3.</b> [[στερεώνω]], [[θεμελιώνω]], [[φυτεύω]]<br /><b>4.</b> [[πιέζω]] με [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> [[ρίχνω]], [[εξακοντίζω]], [[εκσφενδονίζω]]<br /><b>6.</b> [[στοιχηματίζω]]<br /><b>7.</b> επιτίθεμαι, [[εναντιώνομαι]] σε κάποιον, «του ρίχνομαι»<br /><b>8.</b> [[πέφτω]] με τα μούτρα σε [[κάτι]], [[κυρίως]] στο [[φαγητό]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐρείδομαι</i><br />[[είμαι]] καλά στερεωμένος, μπηγμένος («λᾱε [[ἐρηρέδαται]]» — οι πέτρες ήταν καλά μπηγμένες, στερεωμένες, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐρείδομαι</i><br />[[συναγωνίζομαι]], [[μάχομαι]]<br /><b>11.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἐρεισάμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που [[πατά]] [[γερά]], που έχει ακλόνητη [[θέση]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐρείδω]] πληγήν» — [[μπήγω]] [[κάτι]] στο [[δέρμα]] και [[δημιουργώ]] [[τραύμα]]<br />β) «ἀλλήλῃσιν ἐρείδουσαι» — στηριζόμενες, στοιβαγμένες ή μια [[πάνω]] στην [[άλλη]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «οὔδεϊ | |mltxt=(Α [[ἐρείδω]])<br />[[στηρίζω]], [[ακουμπώ]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κωπηλατώ]] με όλη μου τη [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>φρ.</b> <i>έρειδε</i><br />[[παράγγελμα]] που δίνεται στους κωπηλάτες της πολεμικής λέμβου<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ερείδομαι</i><br />στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω [[πεποίθηση]] («ερείδομαι στη γνωστή ειλικρίνειά σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θλίβω]], [[πιέζω]], ωθώ<br /><b>2.</b> [[στυλώνω]], [[υποστηρίζω]], [[ενισχύω]]<br /><b>3.</b> [[στερεώνω]], [[θεμελιώνω]], [[φυτεύω]]<br /><b>4.</b> [[πιέζω]] με [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> [[ρίχνω]], [[εξακοντίζω]], [[εκσφενδονίζω]]<br /><b>6.</b> [[στοιχηματίζω]]<br /><b>7.</b> επιτίθεμαι, [[εναντιώνομαι]] σε κάποιον, «του ρίχνομαι»<br /><b>8.</b> [[πέφτω]] με τα μούτρα σε [[κάτι]], [[κυρίως]] στο [[φαγητό]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐρείδομαι</i><br />[[είμαι]] καλά στερεωμένος, μπηγμένος («λᾱε [[ἐρηρέδαται]]» — οι πέτρες ήταν καλά μπηγμένες, στερεωμένες, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐρείδομαι</i><br />[[συναγωνίζομαι]], [[μάχομαι]]<br /><b>11.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἐρεισάμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που [[πατά]] [[γερά]], που έχει ακλόνητη [[θέση]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐρείδω]] πληγήν» — [[μπήγω]] [[κάτι]] στο [[δέρμα]] και [[δημιουργώ]] [[τραύμα]]<br />β) «ἀλλήλῃσιν ἐρείδουσαι» — στηριζόμενες, στοιβαγμένες ή μια [[πάνω]] στην [[άλλη]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «οὔδεϊ χαῖται [[ἐρηρέδαται]]» — τα μαλλιά που φθάνουν στο [[έδαφος]], που πέφτουν [[χάμω]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[πλοίο]]) [[πέφτω]] σε [[ξηρά]], [[προσαρμόζω]], [[καθίζω]] («ἡ μὲν [[πρῷρα]] ἐρείσασα ἔμεινεν [[ἀσάλευτος]]», ΚΔ)<br /><b>14.</b> <b>μέσ.</b> με την [[ίδια]] [[σημασία]], όπως [[προηγουμένως]]: [[ναυαγώ]], [[πέφτω]] στην [[ξηρά]]<br /><b>15.</b> <b>(αμετάβ.)</b> (για [[ασθένεια]]) [[προσβάλλω]] ορισμένο [[μέρος]]<br /><b>16.</b> [[καταθέτω]] [[κάτι]] [[απέναντι]] σε [[άλλο]], [[θέτω]] ως έπαθλο («ἄγε καὶ τύ τιν’ εὔβοτον ἀμνὸν ἔρειδε» — έλα [[φέρε]] και κατάθεσε και συ, ως έπαθλο, ένα καλοθρεμμένο [[αρνί]], <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Ο [[συσχετισμός]] του τ. [[ερείδω]] με το λατ. <i>ridica</i> «[[υπόστημα]], [[πάσσαλος]] αμπελιού» δεν φαίνεται πολύ [[πιθανός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>έρεισις</i>, [[έρεισμα]], [[ερειστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αντερείδω]], [[απερείδω]], [[διερείδω]], [[ενερείδω]], [[εξερείδω]], [[επερείδω]], [[προσερείδω]], [[συνερείδω]], [[υπερείδω]]]. | ||
}} | }} |