θαλάσσιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[θαλάσσιος]], -ία, -ον, Α και [[θαλάσσιος]], -ον, αττ. τ. [[θαλάττιος]], -ία, -ον και -ος, -ον) [[θάλασσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θάλασσα]], αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά» β. «θαλασσίαις ἀνέμων ριπαῑσι πεμφθείς», <b>Πίνδ.</b><br /><b>2.</b> αυτός που ζει στη [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[θαλασσιά]]<br />μονοκότυλο αγγειόσπερμο υδροχαρές [[φυτό]], της τάξης ελόβια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «θαλάσσια [[δύναμη]]» — [[κράτος]] που έχει ισχύ [[κατά]] [[θάλασσα]], που έχει ισχυρό πολεμικό [[ναυτικό]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> «θαλάσσια [[οδός]]» — [[κάθε]] οργανωμένη από οικονομική ή στρατιωτική [[άποψη]] [[αρτηρία]] θαλάσσιας επικοινωνίας<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> «θαλάσσια [[υπηρεσία]]» — η [[υπηρεσία]] σε πολεμικά ή εμπορικά πλοία ή σε άλλα πολύ συγγενή επαγγέλματα<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> «θαλάσσιες γραμμές» — οι θαλάσσιες οδοί, οι κατευθύνσεις τις οποίες ακολουθούν επιβατικά και φορτηγά [[σκάφη]] εκτελώντας προγραμματισμένους πλόες<br /><b>5.</b> «θαλάσσιο σκι» — [[άθλημα]] [[κατά]] το οποίο ο [[αθλητής]] ρυμουλκείται από βενζινάκατο και επιπλέει με τη [[βοήθεια]] ειδικών πέδιλων που [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[έμπειρος]] στη [[θάλασσα]], [[ναυτικός]] («οὖτος γάρ ὁ [[πόλεμος]] [[συστάς]] ἔσωσε [[τότε]] τήν Ἑλλάδα, άναγκάσας θαλασσίους [[γενέσθαι]]’ Αθηναίους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με θαλασσινό [[νερό]] («[[θαλάσσιος]] τῇ χρόᾳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο αναμεμιγμένος με θαλασσινό [[νερό]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ θαλάσσιαι</i><br />[[επωνυμία]] ιερειών στην Κύζικο.
|mltxt=-α, -ο (AM [[θαλάσσιος]], -ία, -ον, Α και [[θαλάσσιος]], -ον, αττ. τ. [[θαλάττιος]], -ία, -ον και -ος, -ον) [[θάλασσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θάλασσα]], αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[μέσα]] ή [[πάνω]] σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά» β. «θαλασσίαις ἀνέμων ριπαῖσι πεμφθείς», <b>Πίνδ.</b><br /><b>2.</b> αυτός που ζει στη [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[θαλασσιά]]<br />μονοκότυλο αγγειόσπερμο υδροχαρές [[φυτό]], της τάξης ελόβια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «θαλάσσια [[δύναμη]]» — [[κράτος]] που έχει ισχύ [[κατά]] [[θάλασσα]], που έχει ισχυρό πολεμικό [[ναυτικό]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> «θαλάσσια [[οδός]]» — [[κάθε]] οργανωμένη από οικονομική ή στρατιωτική [[άποψη]] [[αρτηρία]] θαλάσσιας επικοινωνίας<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> «θαλάσσια [[υπηρεσία]]» — η [[υπηρεσία]] σε πολεμικά ή εμπορικά πλοία ή σε άλλα πολύ συγγενή επαγγέλματα<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> «θαλάσσιες γραμμές» — οι θαλάσσιες οδοί, οι κατευθύνσεις τις οποίες ακολουθούν επιβατικά και φορτηγά [[σκάφη]] εκτελώντας προγραμματισμένους πλόες<br /><b>5.</b> «θαλάσσιο σκι» — [[άθλημα]] [[κατά]] το οποίο ο [[αθλητής]] ρυμουλκείται από βενζινάκατο και επιπλέει με τη [[βοήθεια]] ειδικών πέδιλων που [[φορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[έμπειρος]] στη [[θάλασσα]], [[ναυτικός]] («οὖτος γάρ ὁ [[πόλεμος]] [[συστάς]] ἔσωσε [[τότε]] τήν Ἑλλάδα, άναγκάσας θαλασσίους [[γενέσθαι]]’ Αθηναίους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με θαλασσινό [[νερό]] («[[θαλάσσιος]] τῇ χρόᾳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ο αναμεμιγμένος με θαλασσινό [[νερό]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ θαλάσσιαι</i><br />[[επωνυμία]] ιερειών στην Κύζικο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm