κελαινός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κελαινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκοτεινό [[χρώμα]], [[μαύρος]] (α. «κελαινὴ νύξ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον φωτίζει ο [[ήλιος]], [[σκοτεινός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πάθος]]) [[δυσάρεστος]], [[δριμύς]] («κελαινὴ [[δίψα]]», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[λόγχη]]) μαύρη από το [[αίμα]], αιματοβαμμένη<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) (για τους Αιθίοπες) «κελαινὸν φῡλον» — μελαψή [[φυλή]], <b>Σοφ.</b> β) «λύει κελαινὰ βλέφαρα» — λέγεται για άνθρωπο που πεθαίνει, <b>Σοφ.</b> <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κελαινῶς</i> (Μ)<br />[[σκοτεινά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει πιθ. [[επίθημα]] -<i>νός</i> ([[πρβλ]]. [[ερεμνός]], [[περκνός]]), το θ. <i>κελαι</i>- όμως παραμένει ανερμήνευτο. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[κόλυμβος]] και το επίθ. [[κιλλός]]. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>kerano</i> και δήλωνε ένα μαύρο [[βόδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κελαινιώ]], [[κελαινώ]]. Συνθ. (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κελαινεγχής]], [[κελαινεφής]], [[κελαινόβρωτος]], [[κελαινοφαής]], [[κελαινόφρων]], [[κελαινόχρους]], [[κελαινώπας]], [[κελαινωπός]], [[κελαινώψ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κελαινόρρινος]], [[κελαινόχρως]].
|mltxt=[[κελαινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκοτεινό [[χρώμα]], [[μαύρος]] (α. «κελαινὴ νύξ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῖνα»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν τον φωτίζει ο [[ήλιος]], [[σκοτεινός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πάθος]]) [[δυσάρεστος]], [[δριμύς]] («κελαινὴ [[δίψα]]», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[λόγχη]]) μαύρη από το [[αίμα]], αιματοβαμμένη<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) (για τους Αιθίοπες) «κελαινὸν φῡλον» — μελαψή [[φυλή]], <b>Σοφ.</b> β) «λύει κελαινὰ βλέφαρα» — λέγεται για άνθρωπο που πεθαίνει, <b>Σοφ.</b> <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κελαινῶς</i> (Μ)<br />[[σκοτεινά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει πιθ. [[επίθημα]] -<i>νός</i> ([[πρβλ]]. [[ερεμνός]], [[περκνός]]), το θ. <i>κελαι</i>- όμως παραμένει ανερμήνευτο. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[κόλυμβος]] και το επίθ. [[κιλλός]]. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>kerano</i> και δήλωνε ένα μαύρο [[βόδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κελαινιώ]], [[κελαινώ]]. Συνθ. (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κελαινεγχής]], [[κελαινεφής]], [[κελαινόβρωτος]], [[κελαινοφαής]], [[κελαινόφρων]], [[κελαινόχρους]], [[κελαινώπας]], [[κελαινωπός]], [[κελαινώψ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κελαινόρρινος]], [[κελαινόχρως]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm