κεραία: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[κεραία]], Α ποιητ. τ. κεραίη)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που προεξέχει ως [[κέρας]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[σημείο]] που αποτελείται από [[ευθεία]] [[γραμμή]] και τίθεται [[πάνω]] από τα δίχρονα φωνήεντα για να δηλώσει τη μακρότητά τους (, ῡ, ᾱ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή οριζόντια [[γραμμή]] που τίθεται [[μεταξύ]] δύο αριθμών ως [[σημείο]] της μαθηματικής πράξης της αφαίρεσης ή χρησιμοποιείται για χωρισμό περιόδων ή παρενθετικών φράσεων και για [[εισαγωγή]] προσώπου που μιλά σε [[αφήγηση]]<br /><b>2.</b> <b>(ραδιοηλ.)</b> [[διάταξη]] που δέχεται και εκπέμπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μέχρι]] κεραίας» — [[χωρίς]] παραλείψεις ή περικοπές, ακριβέστατα, [[λεπτομερώς]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[ζεύγος]] κεφαλικών οργάνων τών κεραιωτών αρθροπόδων και ορισμένων δακτυλιοσκωλήκων σε [[σχήμα]] μαστιγίου, το οποίο φέρει έναν αριθμό αισθητήριων οργάνων, μηχανοδεκτών ή χημειοδεκτών<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[επιμήκης]] ξύλινη [[δοκός]] με κυκλική [[διατομή]], παχύτερη στο [[μέσον]] και λεπτότερη στα [[άκρα]], η οποία στερεώνεται οριζόντια στη [[μέση]] της [[πάνω]] στον ιστό του πλοίου («καθελόμενος τοὺς ἱστοὺς καὶ τὰς κεραίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />γραπτή [[επικοινωνία]], [[γράμμα]], [[μήνυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κέρας]]<br /><b>2.</b> το [[δοκάρι]] του γερανού που προεξέχει («[[ἑκατέρωθεν]] κεραιῶν δύο ἐπικεκλιμένων καὶ ὑπερτεινουσῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> τα εξέχοντα μέρη του αστραγάλου<br /><b>4.</b> [[κλαδί]] που χρησιμεύει ως [[πάσσαλος]] ή ως [[κιγκλίδα]]<br /><b>5.</b> [[σκέλος]] διαβήτη<br /><b>6.</b> [[κορυφή]] βουνού<br /><b>7.</b> [[λιμενοβραχίονας]]<br /><b>8.</b> (για [[στράτευμα]]) ή [[πτέρυγα]], το [[κέρας]]<br /><b>9.</b> [[τόξο]] κατασκευασμένο από [[κέρας]]<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κεραῖαι</i><br />α) υποθετικές θηλοειδείς προεξοχές στη [[μήτρα]]<br />β) εκφορητικοί πόροι τών ωοθηκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i> (-<i>ιος</i>). Ως επίθ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή, στον τ. της οργανικής πτώσεως <i>kerajapi</i> «κεραίαφι». Κατόπιν το θηλυκό ουσιαστικοποιήθηκε και η σημ. του εξελίχθηκε σε «προεξέχον [[άκρο]], [[δοκός]], [[ιστός]]» [[μέχρι]] τη σημερινή σημ. «[[κεραία]] λήψεως και εκπομπής» ([[αντένα]])].
|mltxt=η (ΑΜ [[κεραία]], Α ποιητ. τ. κεραίη)<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που προεξέχει ως [[κέρας]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[σημείο]] που αποτελείται από [[ευθεία]] [[γραμμή]] και τίθεται [[πάνω]] από τα δίχρονα φωνήεντα για να δηλώσει τη μακρότητά τους (, ῡ, ᾱ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρή οριζόντια [[γραμμή]] που τίθεται [[μεταξύ]] δύο αριθμών ως [[σημείο]] της μαθηματικής πράξης της αφαίρεσης ή χρησιμοποιείται για χωρισμό περιόδων ή παρενθετικών φράσεων και για [[εισαγωγή]] προσώπου που μιλά σε [[αφήγηση]]<br /><b>2.</b> <b>(ραδιοηλ.)</b> [[διάταξη]] που δέχεται και εκπέμπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[μέχρι]] κεραίας» — [[χωρίς]] παραλείψεις ή περικοπές, ακριβέστατα, [[λεπτομερώς]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[ζεύγος]] κεφαλικών οργάνων τών κεραιωτών αρθροπόδων και ορισμένων δακτυλιοσκωλήκων σε [[σχήμα]] μαστιγίου, το οποίο φέρει έναν αριθμό αισθητήριων οργάνων, μηχανοδεκτών ή χημειοδεκτών<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[επιμήκης]] ξύλινη [[δοκός]] με κυκλική [[διατομή]], παχύτερη στο [[μέσον]] και λεπτότερη στα [[άκρα]], η οποία στερεώνεται οριζόντια στη [[μέση]] της [[πάνω]] στον ιστό του πλοίου («καθελόμενος τοὺς ἱστοὺς καὶ τὰς κεραίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />γραπτή [[επικοινωνία]], [[γράμμα]], [[μήνυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[κέρας]]<br /><b>2.</b> το [[δοκάρι]] του γερανού που προεξέχει («[[ἑκατέρωθεν]] κεραιῶν δύο ἐπικεκλιμένων καὶ ὑπερτεινουσῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> τα εξέχοντα μέρη του αστραγάλου<br /><b>4.</b> [[κλαδί]] που χρησιμεύει ως [[πάσσαλος]] ή ως [[κιγκλίδα]]<br /><b>5.</b> [[σκέλος]] διαβήτη<br /><b>6.</b> [[κορυφή]] βουνού<br /><b>7.</b> [[λιμενοβραχίονας]]<br /><b>8.</b> (για [[στράτευμα]]) ή [[πτέρυγα]], το [[κέρας]]<br /><b>9.</b> [[τόξο]] κατασκευασμένο από [[κέρας]]<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κεραῖαι</i><br />α) υποθετικές θηλοειδείς προεξοχές στη [[μήτρα]]<br />β) εκφορητικοί πόροι τών ωοθηκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ια</i> (-<i>ιος</i>). Ως επίθ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή, στον τ. της οργανικής πτώσεως <i>kerajapi</i> «κεραίαφι». Κατόπιν το θηλυκό ουσιαστικοποιήθηκε και η σημ. του εξελίχθηκε σε «προεξέχον [[άκρο]], [[δοκός]], [[ιστός]]» [[μέχρι]] τη σημερινή σημ. «[[κεραία]] λήψεως και εκπομπής» ([[αντένα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm