Φοίνικας: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / Φοῑνιξ, -οίνικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και τ. θηλ. [[Φοίνισσα]] Α<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της αρχαίας Φοινίκης ή ο καταγόμενος από τη [[χώρα]] αυτή (α. «οι Φοίνικες φημίζονταν για το ανεπτυγμένο [[εμπόριο]] τους» β. «ὡς Φοῑνιξ [[ἀνήρ]], Σιδώνιος [[κάπηλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Φοίνιξ]]<br /><b>μυθ.</b> ο [[πατέρας]] της Ευρώπης, ο [[οποίος]], αναζητώντας την [[κόρη]] του, την οποία ο [[Ζευς]] είχε αρπάξει, έφτασε σε μια άγνωστη [[χώρα]] στην οποία και έδωσε το όνομα του, τη [[Φοινίκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) ο φοινικικής προέλευσης («[[Φοίνισσα]] [[κώπη]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ὁ φοῑνιξ</i><br />[[ονομασία]] νότιου-νοτιοανατολικού ανέμου, ο [[ευρόνοτος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>οἱ Φοίνικες</i><br />οι Καρχηδόνιοι, [[επειδή]] είχαν φοινικική [[καταγωγή]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Φοίνισσαι</i><br />[[τίτλος]] δραμάτων του Ευριπίδου και του Φρυνίχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η [[απουσία]] από τη [[γλώσσα]] τών Φοινίκων κάποιου τ. συγγενούς μορφολογικά με το όν. [[Φοῖνιξ]] που χρησιμοποιείται στην Ελληνική για τον λαό αυτόν (<b>πρβλ.</b> τους τ. της Φοινικικής <i>Kinahhi</i>, <i>Kinahni</i>, που απέχουν από το ελλ. [[Φοῖνιξ]] και έχουν αποδοθεί στην Ελληνική με τους τ. <i>Χνᾶ</i> (<i>ἡ</i>), <i>Χνᾶς</i> (<i>ὁ</i>), <b>βλ. λ.</b> [[Χαναάν]]) οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι ο τ. [[Φοῖνιξ]] [[είτε]] [[είναι]] [[δάνειος]] από κάποια [[γλώσσα]] μη σημιτικής προέλευσης —[[κατά]] μία [[άποψη]] από την Ιλλυρική— [[είτε]] [[είναι]] [[ανεξάρτητος]] [[σχηματισμός]] της Ελληνικής για τη [[δήλωση]] του λαού [[αυτού]], [[άποψη]] που θεωρείται πιο πιθανή. Στην [[περίπτωση]] αυτή, η Ελληνική θα [[πρέπει]] να χρησιμοποίησε τον τ. [[φοῖνιξ]] (Ι) «[[κόκκινος]], [[πορφυρός]]» ως ονομ. του λαού [[αυτού]], λόγω του κοκκινωπού χρώματος του δέρματος τών κατοίκων, το οποίο μπορεί να οφείλεται και στην [[επίδραση]] του ηλίου. Αντίθετα, η [[άποψη]] ότι οι Φοίνικες ονομάστηκαν [[έτσι]] λόγω του ότι επιδίδονταν στο [[εμπόριο]] της πορφυρής βαφής δεν θεωρείται και πολύ πιθανή, [[αφού]] θα οδηγούσε στην [[αποδοχή]] του παράδοξου φαινομένου του χαρακτηρισμού ενός ολόκληρου λαού από την ονομ. ενός εμπορικού προϊόντος. Η λ. [[Φοῖνιξ]] απαντά πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή στους τ. <i>ponikijo</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φοινίκιος]] [II]) και <i>ponike</i>, [[καθώς]] και λ. [[φοίνικας]] [Ι]), ενώ, [[τέλος]], στον Όμηρο απαντούν παρλλ. και οι τ. [[Σιδόνες]], <i>Σιδόνιοι</i> (<b>πρβλ.</b> τον τ. <i>Sidunnu</i>, που απαντά σε ασσυριακά [[κείμενα]] και στην Παλαιά Διαθήκη)].
|mltxt=ο / Φοῑνιξ, -οίνικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και τ. θηλ. [[Φοίνισσα]] Α<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της αρχαίας Φοινίκης ή ο καταγόμενος από τη [[χώρα]] αυτή (α. «οι Φοίνικες φημίζονταν για το ανεπτυγμένο [[εμπόριο]] τους» β. «ὡς Φοῑνιξ [[ἀνήρ]], Σιδώνιος [[κάπηλος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Φοίνιξ]]<br /><b>μυθ.</b> ο [[πατέρας]] της Ευρώπης, ο [[οποίος]], αναζητώντας την [[κόρη]] του, την οποία ο [[Ζευς]] είχε αρπάξει, έφτασε σε μια άγνωστη [[χώρα]] στην οποία και έδωσε το όνομα του, τη [[Φοινίκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) ο φοινικικής προέλευσης («[[Φοίνισσα]] [[κώπη]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ὁ φοῖνιξ</i><br />[[ονομασία]] νότιου-νοτιοανατολικού ανέμου, ο [[ευρόνοτος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>οἱ Φοίνικες</i><br />οι Καρχηδόνιοι, [[επειδή]] είχαν φοινικική [[καταγωγή]]<br /><b>4.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Φοίνισσαι</i><br />[[τίτλος]] δραμάτων του Ευριπίδου και του Φρυνίχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η [[απουσία]] από τη [[γλώσσα]] τών Φοινίκων κάποιου τ. συγγενούς μορφολογικά με το όν. [[Φοῖνιξ]] που χρησιμοποιείται στην Ελληνική για τον λαό αυτόν (<b>πρβλ.</b> τους τ. της Φοινικικής <i>Kinahhi</i>, <i>Kinahni</i>, που απέχουν από το ελλ. [[Φοῖνιξ]] και έχουν αποδοθεί στην Ελληνική με τους τ. <i>Χνᾶ</i> (<i>ἡ</i>), <i>Χνᾶς</i> (<i>ὁ</i>), <b>βλ. λ.</b> [[Χαναάν]]) οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι ο τ. [[Φοῖνιξ]] [[είτε]] [[είναι]] [[δάνειος]] από κάποια [[γλώσσα]] μη σημιτικής προέλευσης —[[κατά]] μία [[άποψη]] από την Ιλλυρική— [[είτε]] [[είναι]] [[ανεξάρτητος]] [[σχηματισμός]] της Ελληνικής για τη [[δήλωση]] του λαού [[αυτού]], [[άποψη]] που θεωρείται πιο πιθανή. Στην [[περίπτωση]] αυτή, η Ελληνική θα [[πρέπει]] να χρησιμοποίησε τον τ. [[φοῖνιξ]] (Ι) «[[κόκκινος]], [[πορφυρός]]» ως ονομ. του λαού [[αυτού]], λόγω του κοκκινωπού χρώματος του δέρματος τών κατοίκων, το οποίο μπορεί να οφείλεται και στην [[επίδραση]] του ηλίου. Αντίθετα, η [[άποψη]] ότι οι Φοίνικες ονομάστηκαν [[έτσι]] λόγω του ότι επιδίδονταν στο [[εμπόριο]] της πορφυρής βαφής δεν θεωρείται και πολύ πιθανή, [[αφού]] θα οδηγούσε στην [[αποδοχή]] του παράδοξου φαινομένου του χαρακτηρισμού ενός ολόκληρου λαού από την ονομ. ενός εμπορικού προϊόντος. Η λ. [[Φοῖνιξ]] απαντά πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή στους τ. <i>ponikijo</i> (<b>βλ. λ.</b> [[φοινίκιος]] [II]) και <i>ponike</i>, [[καθώς]] και λ. [[φοίνικας]] [Ι]), ενώ, [[τέλος]], στον Όμηρο απαντούν παρλλ. και οι τ. [[Σιδόνες]], <i>Σιδόνιοι</i> (<b>πρβλ.</b> τον τ. <i>Sidunnu</i>, που απαντά σε ασσυριακά [[κείμενα]] και στην Παλαιά Διαθήκη)].
}}
}}